ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ Λουκά:Περὶ ἀκτημοσύνης καὶ μοναχικῆς ἀποταγῆς

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ Λουκά:Περὶ ἀκτημοσύνης καὶ μοναχικῆς ἀποταγῆς

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ Λουκά:Περὶ ἀκτημοσύνης καὶ μοναχικῆς ἀποταγῆς

Ἀπόσπασμα ἀπό τό ὑπό ἔκδοσιν βιβλίο, ” Ὅσιος Συμεών ὁ εὐλαβής, Κείμενα ἀσκητικά καί Κατηχητικά”,Ἐκδόσεις ἙΤΟΙΜΑΣΙΑ” 


«Ἔτι ἐν σοὶ λείπει. Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, 
καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Λουκ. 18, 18-27)

“Ἡ ἀποταγή… εἶναι πηγαία καί ἐγκάρδια ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στήν προσωπική κλήση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν του. Καί μ’ αὐτήν τήν ἔννοια, δέν τίθεται οὐσιαστικά κανένα θέμα στέρησης ἤ ἀνασφάλειας γιά αὐτόν πού ἑκούσια καί ὁλόκαρδα ἀποφασίζει νά κατακολουθήσει «τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ».
Ὁ μοναχός ἀποτάσσεται τόν κόσμο, γιατί ἀγαπάει τόν Χριστό καί τόν κόσμο, τόν κάθε ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Μεθόδιος Ὀλύμπου… λέει διά στόματος μιᾶς παρθένου: «Ζῶ γιά Σένα μέ ἁγνότητα καί, κρατώντας ἀναμένες λαμπάδες, Νυμφίε, Σέ ὑποδέχομαι. Ἄφησα πίσω τήν πατρίδα μου, ποθώντας τή Χάρη Σου, Θεοῦ Λόγε· λησμόνησα τή συντροφιά τῶν ἄλλων κοριτσιῶν τῆς ἡλικίας μου, ἀδιαφόρησα γιά τήν ἀντίδραση τῆς μητέρας καί τῶν συγγενῶν μου· γιατί γιά μένα Ἐσύ εἶσαι τό πᾶν, Χριστέ μου· Ἐσύ καί μόνο Ἐσύ». Σ’ αὐτό τό, «πάντα γάρ, Σύ μοι, αὐτός Σύ, Χριστέ, τυγχάνεις», βρίσκεται ἡ ἀπάντηση ἀναφορικά μέ τό κίνητρο τοῦ μοναχοῦ, τό περιεχόμενο καί τόν Ἀποδέκτη τῆς ἀφιερώσεώς του.
Ἡ θέση αὐτή, ἡ ἀφιέρωση δηλαδή πού ἔχει κίνητρο τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό, ἐνῶ γίνεται εὐκολότερα κατανοητή ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού δέν εἶναι συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐντούτοις αὐτή ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο δέν εἶναι γιά τήν ἀντίληψή του ἔννοια καί ἀξία ἱκανοποιητικά προσεγγίσιμη καί ἀποδεκτή. Καί αὐτό, γιατί θεωρεῖ ὅτι μέ τό νά ἀναχωρήσει κάποιος ἀπό τόν κόσμο ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι φίλαυτος καί ἀνώφελος γιά τό κοινωνικό σύνολο. Ἀλλά, ἐκεῖνος πού σκέπτεται μ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν γνωρίζει ὅτι, στήν ἔρημο ὁ μοναχός μένει μόνος μέ τόν Θεό, τόν «Ἄλλο» καί δι’ Αὐτοῦ θεωρεῖ, σπουδάζει καί ἁγιάζει τόν ἑαυτό του καί πλατύνεται, ζώντας σέ κοινωνία μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, τούς ἀπ’ αἰῶνος, ζῶντες καί κεκοιμημένους. Ὁμοιώνεται ἔτσι μέ τόν Κύριο πού εἶπε: «Καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Ὁ ἁγιασμός ἑνός μέλους εἶναι ἁγιασμός καί εὐλογία γιά ὅλο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό γένος τῶν μοναχῶν ἔτυχε ἐξ ἀρχῆς ἰδιαίτερης θέσης τιμῆς, εὔνοιας καί σεβασμοῦ.

Ἡ μοναχική ἀποταγή ὡς θυσία τῆς ἐγκοσμιότητας ἔχει δύο ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά: Εἶναι ἑκούσια καί ἔλλογη. Ἔχει, δηλαδή, νόημα, σκοπό καί Ἀποδέκτη. Ὡς ἑκούσια κίνηση εἶναι καρπός ἐλεύθερης, ὁλοκληρωμένης καί ἐνσυνείδητης βουλητικῆς ἐνέργειας. Εἶναι τό «νυμφικό ἀντί-δωρο» πρός τόν Δωρεοδότη Νυμφίο Χριστό. Εἶναι ἡ πώληση τῶν πάντων γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ «καλοῦ μαργαρίτη». Εἶναι ἡ ἀπολέπιση ἀπό τά «δεδομένα» τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί ἡ οἰκείωση τῆς χριστομίμητης πτωχείας καί διαγωγῆς. Εἶναι ἡ ἀπεξάρτηση ἀπό τά «σκύβαλα» αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἡ προσφορά τοῦ «ἀπελεύθερου Χριστοῦ» πρός Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μέ τό Πανάγιο Αἷμα Του ὡς λύτρο τόν ἔχει ἐξαγοράσει «ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου».
Ἡ μοναχική ἀποταγή εἶναι, ἐπίσης, ἔλλογη καί ἀποβλέπει στήν ἀπαλλαγή τῆς ψυχῆς τοῦ μοναχοῦ ἀπό τά πάθη, τά ὁποῖα μετά τήν προπατορική πτώση κατακυριεύουν καί δεσμεύουν τόν ἄνθρωπο, καθιστώντας τον δοῦλο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος λέει χαρακτηριστικά: «Ἐάν δέν γκρέμιζα τό πᾶν, δέν θά μποροῦσα νά οἰκοδομήσω τόν ἑαυτό μου».
Ἡ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας θεωρεῖ τή γνήσια καί τέλεια ἀποταγή ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά ὅποιον ἐπιθυμεῖ νά ἀθλήσει «νομίμως» καί νά ὁλοκληρώσει τόν ἀγώνα του, ἀφήνοντας πίσω του τή μοναχική παλαίστρα, «στεφανηφορῶν» καί ἀγαλλόμενος γιά τήν ἐπιτυχία καί τήν πραγμάτωση τοῦ στόχου του. Εἰδικότερα, οἱ νηπτικοί Πατέρες τονίζουν ὅτι, ἄν δέν περάσει κανείς ἀπό τόν δίαυλο τῆς διμόρφου ἀποταγῆς, τοῦ τόπου, δηλαδή, καί τοῦ θελήματος, εἶναι ἀδύνατον νά νεκρώσει τά πάθη καί νά φθάσει στήν ἐπιτυχή ἔκβαση τοῦ «κατά Θεόν σκοποῦ».

Ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά ἀσκηθεῖ στή μοναχική ἀρρένα ὀφείλει νά ξεκινήσει τή μοναχική πορεία του ἀπό τήν ἀποταγή τῶν ἐπιγείων. Καί αὐτό, γιά νά ἀποφύγει τήν πηγή πού γεννᾶ καί τροφοδοτεῖ τή λειτουργία τῶν παθῶν. Ἀποφεύγοντας ὁ μοναχός τά αἴτια τῶν παθῶν, διακόπτει συγχρόνως καί τήν τροφοδοσία τῆς ἐφάμαρτης διαγωγῆς καί ἀντιμετωπίζει μέ ἐπιτυχία τίς προκλήσεις τῶν αἰσθήσεων καί τήν ἐνέργεια τῶν ματαίων λογισμῶν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέει χαρακτηριστικά: «Κανείς δέν θά εἰσέλθει στεφανωμένος στόν οὐράνιο νυμφώνα, ἐάν δέν ἔχει κάνει τήν πρώτη, τή δεύτερη καί τήν τρίτη ἀποταγή. Τήν ἀποταγή, δηλαδή, πρῶτον ὅλων τῶν πραγμάτων καί τῶν ἀνθρώπων καί αὐτῶν τῶν γονέων του, δεύτερον τήν ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος, καί τρίτον τήν ἀποταγή τῆς κενοδοξίας, πού ἐπακολουθεῖ τήν ὑπακοή».
Ἄν, δηλαδή, κάποιος δέν ἐγκαταλείψει κάθε ἐπίγειο ἀγαθό, θά παραμείνει δέσμιος τῆς ὕλης καί τῶν συναισθημάτων του, τά ὁποῖα, σάν παλαμάρια, θά τόν κρατοῦν δεμένο στόν κόσμο τῆς φθορᾶς. Ἄν δέν ἀπαρνηθεῖ τά θελήματά του, δέν πρόκειται ποτέ νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· θά παραμένει ἔτσι ἕρμαιο τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν παθῶν του. Καί τό σπουδαιότερο: Ἄν δέν ἀποτινάξει ἀπό μέσα του τό κενόδοξο φρόνημα –τό ὁποῖο συνήθως ἀκολουθεῖ, παραπλανώντας τόν νεόφυτο στή μοναχική παλαίστρα μέ τή σκέψη ὅτι, δῆθεν, εἶναι πλέον καταξιωμένος καί τέλειος– δέν θά ξεφύγει ἀπό τούς βρόχους τῶν λογισμῶν τοῦ κόσμου τῆς ματαιότητας. Ἀκόμα καί ἡ πρόδηλη καί ἐμφανής πνευματική πρόοδος δέν ἀφήνει περιθώρια στόν μοναχό νά ξεθαρρύνει καί νά βασισθεῖ στίς δυνάμεις του, πιστεύοντας τόν λογισμό του. Γιατί, «ἐκεῖνος πού ἐξενίτευσε γιά τόν Κύριο», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «δέν διατηρεῖ πλέον δεσμούς καί σχέσεις μέ τίποτε, γιά νά μήν φανεῖ ὅτι περιπλανᾶται καί ξενιτεύει γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. Ἐκεῖνος πού ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί ἐξενίτευσε, ἄς μήν ἐγγίσει πλέον στόν κόσμο, διότι συνήθως τά πάθη εἶναι «φιλεπίστροφα», ἀγαποῦν, δηλαδή, νά ἐπιστρέφουν σ᾿ αὐτόν πού τά εἶχε.
Τό ἔργο, συνεπῶς, τοῦ μοναχοῦ θεμελιώνεται στή βασική ἀρχή τῆς ἀποταγῆς· γιατί αὐτή ἀποτελεῖ τό ἀγκωνάρι πού στηρίζει τό σύνολο τοῦ ἔργου τῆς πνευματικῆς του οἰκοδομῆς. Τή μέγιστη σημασία τῆς ἀποταγῆς καί τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ μοναχοῦ ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες καί ὅλους τούς «κατ’ ἄνθρωπον» δεσμούς καί τίς σχέσεις ἀναπτύσσει μέ πολύ εὔστοχο τρόπο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στό σχετικό χωρίο τοῦ προφήτη Ἱερεμία, λέει ὅτι δέν μπορεῖ νά σπείρει κάποιος σέ χέρσα καί ξερή γῆ, πού εἶναι γεμάτη ἀγκάθια καί τριβόλια. Πρέπει, ὁπωσδήποτε, πρῶτα νά καθαρισθεῖ καί νά ὀργωθεῖ τό χωράφι ὥστε νά γίνει κατάλληλο γιά σπορά.
Ἡ ἀποταγή ὅλων τῶν ἐπιγείων εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό ἔργο τοῦ ξεριζώματος ἀπό τά παρόντα, πράγμα πού κάνει ὁ μοναχός, προκειμένου νά σπείρει νέο σπόρο, ὁ ὁποῖος μέ τή συνέργεια τῆς Χάρης θά βλαστήσει καί θά καρποφορήσει «ἐν ἑκατόν».
Ὁ ἅγιος Κασσιανός ἀφιερώνει μία διδασκαλία του εἰδικά στό θέμα τῆς μοναχικῆς ἀποταγῆς, τῆς ὁποίας τή χάρη καί τούς καρπούς ἐξισώνει μέ τήν ἁγιαστική δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Στό σχετικό χωρίο, κατά τήν τέλεση μιᾶς μοναχικῆς κουρᾶς, ὁ λειτουργός ἀπευθυνόμενος στόν πρός καθιέρωση προσφερόμενο μοναχό, τονίζει τήν ἀναγκαιότητα καί τή χάρη τῆς ἀποταγῆς. Τήν ἐξυψώνει, μάλιστα, στό ἐπίπεδο τῆς σταυροαναστάσιμης πορείας καί τῆς ὁμολογίας καί τήν θέτει ὡς ἐπιτακτική καί ἐπιβεβλημένη προϋπόθεση γιά τήν πνευματική ἀκεραιότητα καί προκοπή τοῦ μοναχοῦ: «῾Η ἀποταγή», λέει, «δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁμολογία καί ὑπόσχεση ὅτι ἀναλαμβάνει κάποιος νά πορευθεῖ σταυρικά καί Χριστομίμητα, νεκρώνοντας καθετί ἐμπαθές καί ἐφήμερο, τό ὁποῖο λειτουργεῖ ἀνασταλτικά πρός αὐτή τήν πορεία. Μάθε, λοιπόν, ὅτι ἀπό σήμερα θά πρέπει νά ζεῖς ὡς νεκρός γιά τόν κόσμο, μέ τό νά ἀποταχθεῖς ὄχι μόνο τά ὑλικά καί ἐφήμερα πράγματα, ἀλλά καί κάθε θέλημα καί ἐπιθυμία σου. Νά θεωρεῖς πλέον τόν ἑαυτό σου, καθώς λέει καί ὁ ᾿Απόστολος, “νεκρό γιά τόν κόσμο, καθώς καί τόν κόσμο νεκρό γιά σένα”. ᾿Εξέτασε, λοιπόν, τί συμβολίζει καί τί προϋποθέτει ἡ ζωή τοῦ Σταυροῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία θά πρέπει στό ἑξῆς νά ζεῖς. Γιατί δέν θά πρέπει πιά νά ζεῖς ἐσύ, ἀλλά “νά ζεῖ μέσα σου ὁ Χριστός”, ὁ ῾Οποῖος σταυρώθηκε γιά σένα. Πρέπει νά γνωρίζεις καλά ὅτι ὀφείλουμε ὡς μοναχοί νά προσαρμόσουμε ὅλη τή ζωή μας σύμφωνα μέ τό πρότυπο πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Χριστός, ὅταν ᾿Εκεῖνος βρισκόταν καρφωμένος στόν Σταυρό. ῞Ωστε, ὅπως λέει καί ὁ προφήτης Δαβίδ, νά καθηλώνουμε τό σαρκικό φρόνημα μέ τόν φόβο τοῦ Κυρίου. “Κάρφωσε”, λέει, “καί νέκρωσε μέ τόν φόβο σου τά μέλη τῆς σάρκας μου”. Νά μήν γίνονται, δηλαδή, τό θέλημα καί οἱ ἐπιθυμίες μας ρυθμιστές τῆς ζωῆς μας, ἀλλά αὐτά νά ὑποτάσσονται καί νά ὑπακούουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι θά ἐκπληρώσουμε τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, πού λέει: “᾿Εκεῖνος πού δέν σηκώνει τόν σταυρό του καί δέν μέ ἀκολουθεῖ, δέν μοῦ εἶναι ἄξιος”».
Ἡ τέλεια ἀποταγή ἐκτείνεται μέχρι τήν τέλεια ἀποστροφή πάντων τῶν ἐπιγείων. Ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος, ἐνισχύοντας κάποιον μοναχό καί ἐμπνέοντάς του τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποταγῆς, λέει: «Λοιπόν, ἀδελφέ, μίσησε τελείως τά ἐπίγεια, γιά νά ἀγαπήσεις τελείως τά αἰώνια. Ἀπομακρύνσου τελείως ἀπό τόν κόσμο, γιά νά προσεγγίσεις τελείως τόν Θεό καί τόν κόσμο. Ἀποστράφου μέ ἀπέχθεια τή θέση τοῦ “κατά σάρκα” υἱοῦ, γιά νά λάβεις οὐράνια υἱοθεσία. Ἀρνήσου τό θέλημά σου καί κάνε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κόψε τά δεσμά σου μέ τά φθαρτά καί δέσε τόν ἑαυτό σου μέ τά αἰώνια. Θανάτωσε τόν ἑαυτό σου καί χάρισέ του ζωή. Λησμόνησε τόν ἑαυτό σου, μέ τά θελήματα καί τίς ἐπιθυμίες του καί γνώρισε τόν ἑαυτό σου “τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα”. Νά τώρα, μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπέκτησες τά ἔργα τοῦ μοναχοῦ».

Στή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση ὑπάρχει ἡ λαθεμένη ἐντύπωση ὅτι ἡ ἀπόλυτη ἀποταγή εἶναι ἐν πολλοῖς ἀδύνατη καί ὑπέραθλο κατόρθωμα. Καί αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού σκέπτεται ἔτσι, προσδίδει στά ἐπίγεια ἀγαθά ὑπεραξία, μή μπορώντας νά ἐννοήσει τά πνευματικά καί αἰώνια. Ὁ ἅγιος πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ἀποσαφηνίζει καί θέτει στή σωστή βάση του τό θέμα τοῦ νοήματος καί τῆς ἀξίας τῆς ἀποταγῆς, λέγοντας: «Νά μήν νομίσει κάποιος ὅτι ἔκανε τίποτα σπουδαῖο πού ἐγκατατέλειψε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα εἴμαστε κάτοχοι ὁλόκληρης τῆς γῆς, ὁ πλοῦτος μας αὐτός δέν θά ἦταν κάτι σημαντικό σέ σύγκριση μέ τά ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Μέ τήν ἀποταγή δέν κάνει κάποιος τίποτα περισσότερο ἀπό τό νά ἀνταλλάσει τά φθαρτά μέ τά αἰώνια. Ὁ μοναχός μοιάζει μέ τόν πραγματευτή ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος δίνει ἕνα μικρό χάλκινο νόμισμα καί μ’ αὐτό ἀγοράζει πάμπολλα χρυσά. Ἀλλά καί, ἄν ἀκόμα δέν ἐγκαταλείψει κάποιος τά γήινα γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θά ἔλθει μιά μέρα πού ἔτσι καί ἀλλιῶς θά πρέπει νά τά ἀφήσει καί νά φύγει ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Μ’ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιλογή τῆς ἀναχώρησης ἀπό τόν κόσμο καί ἡ ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση στόν Θεό, δέν μποροῦν νά ἑρμηνευτοῦν ὡς ἄρνηση ἤ, πολύ περισσότερο, ὡς φόβος τῆς ἀντιμετώπισης τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς, οὔτε ὡς φυγοπονία. Ἡ ἀποταγή εἶναι ἀποτέλεσμα ἔρωτα καί βίωμα πού γεννιέται εἰς ἀνταπόκρισιν ἔρωτος. «Ἔρως ἔρωτι διακρούσασθαι», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, μιλώντας γιά τή μετάνοια τῆς Πόρνης τοῦ Εὐαγγελίου· καί σημειώνει ὅτι αὐτή μπόρεσε νά ὑπερβεῖ τήν ἕλξη τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί καταστάσεων χάρη στήν ἀπεριόριστη ἀγάπη της γιά τόν Χριστό.
Ἄν, ὅμως, ἡ ἀποταγή ἔχει σαθρά θεμέλια καί φίλαυτα κριτήρια εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ μοναχός ἤ θά ἀποβάλει τό Σχῆμα ἤ θά ζήσει «καταφρονητικῶς». Σέ μιά τέτοια περίπτωση, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάνης ὁ Σιναΐτης, ἡ ἀπόφαση τῆς ἀποταγῆς θά μοιάζει μέ τό λιβάνι πού, μόλις μπεῖ στό ἀναμμένο κάρβουνο, εὐωδιάζει, ἀλλά, ὅταν περάσει λίγη ὥρα, γίνεται ἐνοχλητικός καπνός καί τέλος, κάρβουνο.
Οὔτε, πάλι, μπορεῖ κάποιος νά ἔχει ἁγιοπνευματικούς καρπούς, ὅταν ἡ ἀποταγή του εἶναι προϊόν συναισθηματικῆς φόρτισης καί ἐπιπόλαιας ἀπόφασης. Καί αὐτό, γιατί αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ἀποταγή ἐμφορεῖται ἀπό ἰδιοτέλεια καί, κατά συνέπεια, παραμένει οὐσιαστικά στείρα καί ἀνενέργητη. Ὁ ἅγιος Ἰωάνης ὁ Σιναΐτης τήν ὀνομάζει «μῦλον ὀνικόν». Δηλαδή, μυλόπετρα πού, γιά νά τή γυρίσουν, χρησιμοποιοῦν ὄνους. Καί αὐτή ἡ πέτρα, ἀσφαλῶς, γυρίζει μονότονα καί ἀναγκαστικά. Ἔτσι, καί ἡ μοναχική ζωή γιά ἐκεῖνον πού δέν ἀποτάσσεται τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου, ὄχι ἅπαξ ἀλλά κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του, καταντάει ἄκαρπη, ἄχαρη καί ἀνοημάτιστη ρουτίνα. Καί αὐτό γιατί, ἐνῶ αὐτός ἔχει ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί κάθε τι πού ἀπολάμβανε στήν προηγούμενη ζωή του, ἐντούτοις δέν ἔχει καταφέρει νά «ἐγκλείσει» καί νά τιθασεύσει τόν λογισμό του. Ἀσκεῖται, δηλαδή, «κατά τό φαινόμενον», παραμένοντας μέν στή Μονή, ἀλλά ζώντας μακριά καί ἀπολαμβάνοντας τά ἐπίγεια μέ τό «ἀεὶ συνεῖναι τοῖς λογισμοῖς».
Ἀντίθετα, ὁ μοναχός, ζώντας «κατὰ Θεόν» «ἐν Χριστῷ», πληροῦται χάριτος καί ἐνεργείας καί παραμένει ἀνενδεής ἄλλων ἐπιγείων σχέσεων καί παρακλήσεων. «Τί ἄλλο ἔχω καί τί ἄλλο ὑπάρχει γιά μένα στόν οὐρανό, ἐκτός ἀπό Σένα; Καί τί ἄλλο θά μποροῦσε νά μέ σαγηνεύσει πάνω στή γῆ, ἐκτός ἀπό τό νά βρίσκομαι κοντά σου καί νά Σέ ἔχω δικό μου;», διερωτᾶται ὁ Ψαλμωδός. Τοῦ εἶναι ἀρκετό πού τά μάτια τῆς ψυχῆς του ἀτενίζουν «τοῦ Προσώπου Του τὸ κάλλος τὸ ἄῤῥητον».
Μέ ἄλλα λόγια, διά τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου οἱ μοναχοί ἀπεκδύονται καθετί πολύτιμο καί ἀξιότιμο, πού ἔχουν στήν κατοχή τους, τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, καί ἀνεπιφύλακτα τά καταθέτουν στά πόδια τοῦ Χριστοῦ ὡς ταπεινή ὁλοκάρπωση καί θυσία. Καί, «ὅπως ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ… καί ἔπαθε γιά μᾶς “ἔξω τῆς παρεμβολῆς”», ἔξω τοῦ κόσμου τούτου, ἔτσι καί οἱ μοναχοί προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν αὐτήν τήν ὁδό. Βγαίνουν ἔξω ἀπό τόν κόσμο, ἔξω τῆς παρεμβολῆς, γιά νά συναντήσουν τόν Χριστό. Αὐτό προσδίδει μιά ἐσχατολογική προοπτική στήν πορεία τῶν μοναχῶν. Δηλαδή, γρηγοροῦντες προσμένουν τόν Νυμφίο· ἕτοιμοι νά Τόν ὑποδεχθοῦν».
Ἐν τέλει, ἡ ἀποταγή καί ἡ μοναχική ξενιτεία δέν εἶναι ἐπιπόλαια, ἄλογη καί ἀνερμάτιστη ἐπιλογή ζωῆς, ἀλλά ἔλλογη ἀπόφαση καί ἀνδρεία πορεία πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιά ὁρισμένους, βέβαια, αὐτή ἐξισώνεται μέ ἄστοχη καί ἐν πολλοῖς ἀκατανόητη μωρία. Ἀλλά «μωρία τοῦ Σταυροῦ» γιά ἐκείνους πού τήν ἔχουν ἐπιλέξει ἐν γνώσει, εἶναι χριστοφόρος ὁδός καί ἁγιοπνευματική μήτρα. «Τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί», λέει ὁ Ἀπόστολος. Οἱ κατά κόσμον «μωροί», ὅπως ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Εὐλαβής, αὐτοί πού θεώρησαν «σκύβαλα» τά τοῦ «κόσμου τερπνά», «ἵνα Χριστὸν κερδήσωσι», τράφηκαν ἀπό τούς θεοτερπεῖς καρπούς τῆς ἀποταγῆς καί ἀποκαλύπτουν φιλάνθρωπα τήν ἐμπειρία τους στούς συνανθρώπους τους, ὠθώντας καθέναν νά προσαρμόσσει τά βήματά του μέ τά δικά τους, ἀκολουθώντας «τά ἴχνη τῶν ποδῶν τους» καί, μιμούμενος τό χριστοπρεπές ἦθος τους…”

Πηγή: https://www.imaik.gr