Αγίου Θεοφυλάκτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος
Στὸν ναὸ προσφέρουν στὸν Δεσπότη ἀφιέρωμα ζωντανὸ ποὺ κινεῖται καὶ στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ προστίθεται ὡραιότητα καὶ ὁ τόπος τοῦ ναοῦ κληρώνεται σὰν κατοικητήριο τῆς δόξας —πράγμα ποὺ καὶ ὁ Δαβὶδ παραδέχεται ὅτι ἐπιθυμεῖ, ἀλλὰ δὲν ἀξιώνεται νὰ τὸ δεῖ μὲ τὰ μάτια του. Καὶ ξεχνᾶ ἡ παιδούλα τὸ πατρικό της σπίτι καὶ ὁδηγεῖται στὸν βασιλιά, ποὺ ἐπιθύμησε τὸ κάλλος της.
Ὁδηγεῖται μὲ τὴ θέλησή της, μὲ τιμὲς καὶ δόξα, μὲ λαμπρὴ πομπὴ βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι της, ἐνῶ ὅλοι χειροκροτοῦν ἐγκωμιαστικὰ τὴν ἔξοδο. Συνοδεύουν τοὺς γονεῖς της ὅλοι οἱ συγγενεῖς, οἱ γείτονες, οἱ φίλοι. Οἱ πατέρες συνοδεύουν χαρούμενα τὸν πατέρα κι οἱ μητέρες τὴ μητέρα, οἱ κοπέλλες καὶ οἱ νεαρὲς κρατώντας λαμπάδες συμπορεύονται μὲ τὴν κόρη τοῦ Θεοῦ σὰν ἕνας κύκλος ἀστεριῶν φωτεινῶν γύρω ἀπὸ τὴ σελήνη κι ὅλη ἡ Ἱερουσαλὴμ μαθαίνει τὸ γεγονὸς καὶ παρακολουθεῖ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴ πομπή, δηλαδὴ ἕνα κοριτσάκι τριῶν ἐτῶν νὰ περιστοιχίζεται μὲ τόση δόξα, νὰ τιμᾶται μὲ τόση λαμπαδηφορία. Ὅταν ἔφτασαν στὸν ναό, τοὺς περίμενε καὶ τοὺς χαιρετοῦσε μὲ ψαλμωδίες ὅλη ἡ ἱερατικὴ τάξη καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας συγκινοῦνταν ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπὸ ὅλους, ἐπειδὴ ἦταν θεόπνευστος.
Οἱ γονεῖς ὁδηγοῦν σ’ αὐτὸν τὴν κόρη, ποὺ τὴν ἐμπιστεύονται καὶ διηγοῦνται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ στείρωση τῆς Ἄννας καὶ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔλαβαν σ’ αὐτὸ τὸ θέμα καὶ γενικὰ παραδέχονται πὼς ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τους ἡ ἀνατροφὴ τῆς κόρης. Ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἀγαπητὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἔπρεπε καὶ ἡ ἀνατροφή της νὰ εἶναι ἀνάλογη, ὥστε ἕνα μαργαριτάρι τόσο λαμπρὸ καὶ σπάνιο νὰ μὴ ραφτεῖ πάνω σ’ ἕνα φτηνὸ καὶ τιποτένιο ὕφασμα, ἀλλὰ σ’ ἕνα βασιλικὸ ἔνδυμα, γιὰ νὰ τὸ στολίσει καὶ νὰ τὸ ἀναδείξει πάρα πολύ.
Ὁ ἀρχιερέας ἐκείνη τὴ στιγμὴ μᾶλλον ἔπεσε σὲ ἔκσταση, καταλείφθηκε ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ διέγνωσε ὅτι ἡ κόρη εἶναι πραγματικὰ κατοικητήριο Θείας Χάρης καὶ ὅτι εἶναι αὐτὴ περισσότερο ἄξια ἀπ’ αὐτὸν νὰ ἐμφανίζεται συνεχῶς ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Ταιρίαζε αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε καὶ εἶχε βαθὺ νόημα στὸν νόμο γιὰ τὴν κιβωτό, ὅτι θὰ κατοικήσει στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, γιατί αὐτὸ ἀκριβῶς ἀναφέρεται ὁλοφάνερα σ’ αὐτὴν τὴν κόρη. Ὁ ἀρχιερέας χωρὶς ἐνδοιασμοὺς καὶ χωρὶς φόβο τολμᾶ κάτι δίκαιο, ποὺ ξεπερνᾶ τὸν νόμο, μᾶλλον ξεπερνᾶ τὸν ἀνθρώπινο νόμο καθὼς καὶ τὴν ἀσάφεια τοῦ γράμματος τοῦ νόμου, γιατί ἀκολουθεῖ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁδηγεῖ καὶ ἀποθέτει στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων αὐτὸ τὸ ἀφιέρωμα. Δέχεται ὁ τόπος αὐτὸς τὴν κόρη, αὐτὸς ποὺ κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ποὺ δὲν τὸν πατοῦν οὔτε οἱ ἱερεῖς οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας, παρὰ μία μόνο φορά τὸ χρόνο. Ἔπρεπε βέβαια νὰ μὴν ὑπακούει δουλικὰ στὴ σπουδαιότητα τοῦ νόμου, αὐτὴ ποὺ ἁγιάσθηκε μὲ τὴν καθαρότητά της περισσότερο ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ φύση καὶ δικαιώθηκε ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν στὴ μήτρα τῆς μητέρας της, ἑνὸς νόμου ποὺ δὲν θεσπίστηκε γιὰ τοὺς δίκαιους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ νόμος καθιερώθηκε γιὰ τὶς παραβάσεις καὶ θεωρήθηκε παιδαγωγὸς γιὰ κείνους ποὺ χρειαζόταν διαπαιδαγώγηση. Σ’ αὐτὴν ποὺ ξεπερνοῦσε τοὺς ἀγγέλους ὄχι ὁ νόμος, ἀλλὰ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐκτελοῦσε τὰ τέλεια. Φανερώνει ὁ Θεὸς ὅτι ἀρέσει αὐτὰ τὰ ὅποια συνέβησαν, γιατί χρησιμοποιεῖ σὰν διάκονό της ἄγγελο γιὰ νὰ ἀναθρέψει τὴν ἀφιερωμένη καὶ τρέφει μὲ παράδοξο τρόπο αὐτὴν ποὺ θὰ τὸν γεννήσει καὶ θὰ τὸν ἀναθρέψει, ὥστε κανένα χαρακτηριστικό της νὰ μὴ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλὰ ὅλα νὰ φαίνονται ὅτι εἶναι θεϊκά.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σημερινή μας πανήγυρη, αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιορτάζουμε σήμερα, τὴν προσαγωγὴ τῆς κόρης στὸν ναὸ καὶ τὴν εἰσαγωγή της στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων. Τί παράξενο γεγονός, τί παράξενο πράγμα ἀκοῦμε! Ἕνα μικρὸ κορίτσι νὰ ζεῖ στὰ ἄδυτα καὶ ἀθέατα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη κι ἂν μόνο πατοῦσε στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ, αὐτὸ θὰ ἔδειχνε ξεκάθαρα τὴν οἰκειότητα ποὺ θὰ εἶχε μὲ τὸν Δεσπότη, ἀφοῦ βέβαια αὐτὸ πού λέεε, «νὰ πατάει κανεὶς τὴν αὐλή μου δὲν τὸ ἐπιτρέπω», ὁρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται σὲ ρήξη μαζί Του. Ἀκόμη κι ἂν ἔβλεπε μόνο τὰ Ἅγια τοῦ ναοῦ, κι αὐτὸ θὰ ἦταν μεγάλη ἀπόδειξη παρρησίας πρὸς τὸν Θεό. Ἀκόμη κι ἂν μία φορὰ τὸν χρόνο ἔμπαινε στὰ Ἅγια τοῦ ναοῦ, κι αὐτὸ θὰ ξεπερνοῦσε πάρα πολὺ τὴν ταπεινὴ θέση τῆς γυναίκας.
Τώρα ὅμως περνώντας τὴν αὐλή, διασχίζοντας τὸ δεύτερο χώρισμα καὶ φτάνοντας στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, ὁρίζεται νὰ μένει συνεχῶς μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ κι αὐτὸ εἶναι ἕνας ἀρραβώνας μεταξύ τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐμφανίζεται ἀργότερα. Δείχνει μ’ αὐτὴ της τὴν ἐνέργεια ἡ Θεοτόκος προφητικὰ σ’ ἐμᾶς καὶ ἀνοίγει τὸν δρόμο σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος γιὰ τὴν ἄνοδο καὶ εἴσοδό του στὰ οὐράνια καὶ ἀληθινὰ Ἅγια τῶν ἁγίων καὶ ἔτσι μετὰ ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι καταργεῖ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς δικαιώσει καὶ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σχεδὸν μᾶς ἐμπόδιζε ὅλους νὰ μετέχουμε σὲ κάθε μορφὴ ἁγιότητας. Ἐπρόκειτο βέβαια ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Θεία Χάρη νὰ μᾶς δικαιώσει ὅλους καὶ «ἀφοῦ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατό του γκρέμισε ὅ,τι σὰν τοῖχος μᾶς χώριζε καὶ προκαλοῦσε ἔχθρα», ἄνοιξε γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους τὶς εἰσόδους, ποὺ ἦταν προηγουμένως ἄβατες, καὶ ἀφοῦ μᾶς ἁγίασε ὅλους καὶ μᾶς καθάρισε μὲ νερὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς δέχτηκε στὰ Ἅγια. Γι’ αὐτὸ τώρα στὸν ναὸ ὑποδέχεται τὴν Παρθένο. Καὶ ὅσα συμβαίνουν τώρα στὴ Θεοτόκο, μοιάζουν σὰν νὰ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς ἀξιόπιστα ἐνέχυρα γιὰ τὴ συμφιλίωση ἀργότερα ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους μαζί του.
Μικρὸ παιδὶ ἀφιερώνεται ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης κακίας καὶ ἐξαιτίας τῆς εὐθύτητάς του· «Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι σὰν κι αὐτὰ» καὶ «Βοηθάει ὁ Κύριος τους ἀθώους καὶ βλέπει μὲ εὐμένεια τοὺς εὐθεῖς ἀνθρώπους».Μιλᾶμε γιὰ γυναίκα, ποὺ ἐξαιτίας τῆς Εὔας προῆλθε ἡ ἁμαρτία, ὥστε «ἐκεῖ ὅπου πλεόνασε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ θὰ ὑπερπερισσεύσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἐνῶ ἡ γυναίκα διώχτηκε ἀπὸ τὸν παράδεισο, θὰ προηγηθεῖ τῆς φύσης της καὶ θὰ εἰσέλθει στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, θὰ εἶναι τριῶν ἐτῶν, γιατί ἔτσι συμβολίζεται ἡ ἁγία Τριάδα, αὐτὴ ποὺ αὐξάνει τὴν ἁγιότητα.
Τί σημαίνει ἡ πομπή: Εἶναι ἡ ἐλεύθερη διατύπωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἁπλώθηκε σ’ ὁλόκληρη τὴ γῆ καὶ δὲν περιορίσθηκε σ’ ἕνα τόπο σύμφωνα μὲ τὴ στενὴ ἀντίληψη τοῦ νόμου. Τί σημαίνει ἡ παρουσία νέων κοριτσιῶν; Ψυχὲς τοῦ «καινούργιου ζυμαριοῦ» τοῦ Θεοῦ, ποὺ συμπορεύονται μιμούμενες τὴν Παρθένο. Μπορῶ νὰ διακρίνω κάποιον συμβολισμὸ στὶς λαμπάδες ποῦ κρατοῦν; Εἶναι τὸ φῶς τῆς ζωῆς, ποὺ λάμπει γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, εἶναι ὁ φωτισμὸς τῆς γνώσης, αὐτὸ ποὺ ἀνάβει καὶ κρατιέται ἀπὸ δυνατὰ χέρια, κι ὄχι σὰν νὰ τὸ κρατοῦν ἀποκαμωμένα χέρια καὶ ἐγκαταλελειμμένο ἀπὸ κάθε δύναμη, ὅπως λέει ὁ θεῖος Δαβίδ, ὅτι καὶ «τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν κι αὐτὸ ἀκόμη σβήνει». Γιατί τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἀποφύγει τὸν δόλο καὶ δὲν θὰ κατοικήσει σὲ σῶμα καταχρεωμένο μὲ πολλὲς ἁμαρτίες.
Ἐσὺ ἀκροατή, ποὺ σκανδαλίζεσαι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦς ἐξαιτίας τῆς προσωπικῆς σου τυφλώσεως, κρύψου στὴ σκιὰ καὶ μὴ σκέφτεσαι τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὸ γράμμα τοῦ νόμου, ἀφοῦ εἶσαι «σκληροτράχηλος μὲ πωρωμένη τὴν καρδιὰ» καὶ κλεισμένα τὰ ἀφτιά, ποὺ πάντοτε ἀντιστέκεσαι στὸ ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι δυνατὸν νὰ λέγεται ὅτι ὁ ἀρχιερέας παρανομεῖ τόσο φανερὰ καὶ ἐνεργεῖ τόσο ἐπικίνδυνα, ἂν δὲν εἶχε πεισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ κάνει γι’ αὐτὸ τὸ κοριτσάκι; Πῶς θὰ εἰσήγαγε τὴν κόρη τόσο παράτολμα στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, ἂν δὲν συμβουλευόταν πιὸ σοφοὺς ἀπὸ σένα, ἀκροατή, ἂν δὲν εἶχε κάποιο σημάδι «ἀποκαλύψεως καὶ ἀλήθειας» στὸ στῆθος, πράγματα ποὺ τὸν κοσμοῦσαν πάντοτε καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπαιρνε πάντοτε τὴν ἄδεια γιὰ τὸ τί ἔπρεπε νὰ κάνει κάθε φορά; Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς θὰ τὸν ἀνεχόταν νὰ παρανομεῖ σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα; Πῶς δὲν θὰ ξεσήκωνε τὸν λαὸ αὐτὴ ἡ ἀσυνήθιστη ἐνέργειά του, ἀφοῦ σὲ ἄλλες περιστάσεις ἦταν πάντοτε ἀντιδραστικὸς καὶ πάντοτε καιροφυλακτοῦσε νὰ μὴ γίνουν ἀσυνήθιστα πράγματα; Ὅμως τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἰσχυρότερο κι ὅσα ἐπικύρωσε ὁ ἅγιος Θεὸς κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀπορρίψει καὶ μὲ τὰ μυστικὰ χαλινάρια τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ τὰ στόματα ὅλων ἐλέγχονταν καὶ καθοδηγοῦνταν καὶ ἔτσι ὅλοι ἐπαινοῦσαν καὶ ἔλεγαν ὅτι αὐτὰ συμβαίνουν πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογική.
Δὲν συμφωνεῖς μ’ αὐτὰ ὅτι εἶναι ἀληθινά, οὔτε πιστεύεις στὸν Θεό; Κοινὴ μὲ τοὺς προγόνους σου εἶναι αὐτὴ ἡ συμπεριφορά σου καὶ πατρογονικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ καμαρώνεις, γιατί αὐτοὶ οἱ πρόγονοι δὲν εἶχαν πιστέψει στὸν Θεό, ἀλλ’ εἶχαν ἐξουθενωθεῖ γιὰ τὴν ἐπιθυμητὴ γῆ. «Σαράντα χρόνια», λέει ὁ Θεὸς ποὺ δὲν τὸν πίστεψαν, «βαρέθηκα τὴ γενεὰ ἐκείνη καὶ εἶπα: ΄Πάντοτε πλανῶνται μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ καρδιά τους΄». Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ βέβαια πρόσεξε μὴν ἀνοίξεις περισσότερο τὴ θύρα σου στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἀπιστεῖς στὰ θαύματα ποὺ περιέχονται στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι μαζὶ μ’ αὐτοὺς βαδίζεις γιὰ τὰ δικά μας θέματα καὶ ἐνῶ νομίζεις ὅτι συνηγορεῖς σ’ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ νόμος, πέσεις ἔξω καὶ πάρεις σοβαρὲς ἀποφάσεις ἐναντίον τοῦ νόμου.
Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπὸν ἂς φοροῦν κάλυμμα μπροστὰ στὰ μάτια τους κι ἂς μὴ βλέπουν τίποτε φωτεινὸ καὶ θεϊκό, «Γιατί ἔκλεισαν τὰ μάτια τους» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν κατάλαβαν, ἀφοῦ βαδίζουν στὸ σκοτάδι. «Ἐμεῖς ὅμως, χωρὶς κάλυμμα στὸ πρόσωπο, κοιτάζουμε σὲ καθρέφτη τὴ λαμπρότητα τοῦ Κυρίου» καὶ σημαδεμένοι μὲ τὸ φῶς τους καὶ διαπλασμένοι ἀπ’ αὐτό, νὰ μὴν ἐξετάσουμε μόνο τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γιορτὴ καὶ νὰ τὰ τιμήσουμε, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ γίνουμε γιορτὴ καὶ θεμέλιο γιορτῆς. Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Χθὲς ἤσουν, ἀκροατή, μία στείρα καὶ ἄκαρπη ψυχή, πού δὲν μποροῦσε νὰ γεννήσει ἕνα τέκνο, τὸ ὁποῖο θὰ ἦταν ἄξιο νὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς ζωῆς; Σήμερα λάβε μέσα σου τὸν Δεσποτικὸ φόβο καὶ μὲ χρήσιμες νηστεῖες, μὲ δάκρυα, μὲ δοξολογίες, γέννησε γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὰ ἀγαθὰ ὄντως σπέρματα καὶ πνεῦμα σωτηρίας καὶ θρέψε, παιδί μου, καὶ αὔξησε τὴν πίστη σου μέχρι αὐτὴ νὰ φτάσει τὴν πίστη τῆς σεβάσμιας Τριάδας. Μὴν ἀσπάζεσαι τὴν πολυθεΐα, γιατί αὐτὸ εἶναι κάτι χυδαῖο, οὔτε ἕναν Θεὸ μὲ μία μόνον ὑπόσταση, γιατί αὐτὸ εἶναι κάτι φτωχό. Τὸ πρῶτο ἔχει σχέση μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴ αἰσχρότητα καὶ μὲ τὴν ἐπινόηση τῆς διαδοχῆς τῆς θεότητας, τὸ δεύτερο ἔχει σχέση μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ μικροπρέπεια, ἐπειδὴ τὰ τρία δὲν χωροῦν μαζὶ ἐξαιτίας τῆς στενότητας τῆς σκέψης τους.
Πρόσφερε τὸ ἀφιέρωμά σου στὸν Κύριο, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο προέρχεται «κάθε καλὴ προσφορά», καὶ μὴν ἀφιερώνεις ὅ,τι καλὸ καταφέρεις νὰ κάνεις νομίζοντας ὅτι προέρχεται ἀπὸ τοὺς κόπους σου, ἀλλὰ νὰ ξέρεις πὼς αὐτὸ ὀφείλεται στὴ δύναμη καὶ στὴ Χάρη Ἐκείνου.
Ἂς σὲ φωτίζει καὶ τὸ ἄσβεστο φῶς τῆς παρθενίας ἢ τῆς σωφροσύνης κι ἔτσι θὰ γίνεις ἄξιος νὰ εἰσέλθεις ἐσὺ ἢ νὰ εἰσαγάγεις ἄλλον στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων. Γιατί χωρὶς «ἁγιασμὸ καὶ καθαρότητα κανεὶς δὲν θὰ ἀντικρύσει τὸν Κύριο», ὅπως λέει ὁ Παῦλος. Ἔχε ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο. Ἔτσι βέβαια θὰ τραφεῖς μὲ τὸν μυστικὸ θεϊκὸ ἄρτο, ποὺ θὰ μεταφέρει ἄγγελος καὶ θὰ σοῦ τὸν προσφέρει, ἂν βέβαια λέμε καὶ πιστεύουμε ὅτι ὁ ἱερέας εἶναι ἄγγελος τοῦ Κυρίου.
Αὐτὰ εἶναι τὰ κέρδη ἀπὸ μία πανήγυρη ποὺ γίνεται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ εὐχαριστοῦνται μὲ τὶς γιορτές.
Εἶσαι παρθένος; Πρόσεξε τὴ δόξα τῆς παρθενίας, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ καὶ ποὺ σὲ ἀνεβάζει καὶ μὲ ποιὸν τρόπο σὲ τρέφει καὶ μὲ τί «νὰ μὴ σαλευθεῖ τὸ πόδι σου, μήτε νὰ σβήσει ἡ λαμπάδα σου», οὔτε «νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος μπαίνοντας στὸ σπίτι σου ἀπὸ τὰ παράθυρα», οὔτε νὰ βεβηλώσεις τὸ ἅγιο τῆς ἀφθαρσίας, τὸ ὁποῖο δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ ἀνάκληση. Γιατί ποιὸς ἀποκατέστησε τὴν παρθενία του, ἔστω καὶ ἂν λιώσει τὶς σάρκες του, ἔστω καὶ ἂν διατηρήσει τὸν ἑαυτὸ του ἀπρόσιτο στοὺς ὕπουλους λογισμούς;
Ἔχεις δεθεῖ μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ γάμου; Πρόσεξε νὰ μὴν κατηγορήσεις τὸν γάμο ὡς αἴτιο τῆς ἀπομακρύνσεώς σου ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ μὴ προφασιστεῖς ἀνόητα πράγματα. Ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἦταν παντρεμένοι, ἀλλὰ δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ τὸ πιὸ παράδοξο, ὅταν ἀπέκτησαν διάδοχο καὶ προχώρησαν ἔτσι μπροστά, κράτησαν τὴν ἄποψή τους ἴδια γιὰ πάντα. Προσφέροντας τὴ θυγατέρα τους στὸν Θεό, ἔγιναν καὶ καλοῦνται θεοπάτορες σὰν ἀνταμοιβή. Ἐπὶ πλέον πρόσεξε καὶ λειτούργησε σωστὰ μέσα στὸν γάμο, «δίνοντας στὸν αὐτοκράτορα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, καὶ στὸν Θεὸ ὅ,τι ἀνήκει στὸν Θεό». Ἀγάπα τὴ σύζυγό σου σὰν νὰ εἶναι ἡ σάρκα σου —«κανεὶς ποτὲ δὲν μίσησε τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα»— καὶ μὴ ρίχνεις τὸ βλέμμα σου ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου. «Πίνε νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι σου», γιατί εἶναι πολὺ στενὰ τὰ ξένα πηγάδια «καὶ φέρνουν θλίψη στὴ σάρκα» σύμφωνα μὲ τὸν νόμο. Ἀνάτρεφε τὰ παιδιά σου «μὲ ἀγωγὴ καὶ συμβουλές, ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο» καὶ νὰ φοβᾶσαι τὴν καταδίκη του ἀρχιερέα Ἠλεί. Ἁγιάστηκες μὲ τὸν γάμο, ἀλλὰ καὶ ἁγίασες τὸν γάμο καὶ ἔγινες ἐπιτηδειότατος καὶ μεταχειρίστηκες τὶς κοσμικὲς ὑποθέσεις σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέδειξες τὴν ἀλήθεια ποὺ λέει ἡ Γραφὴ ὅτι «ὁ Κύριος ἑνώνει τὴ γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα»,ἕνα ταίριασμα πραγματικὰ ὡραῖο καὶ στεφανωμένο ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος τὰ πάντα λογικὰ συνταιριάζει.
Ἔτσι γιορτάζουμε, ἀδελφοί, μακάρι ἔτσι νὰ γιορτάζουμε πάντοτε, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν πιὸ τέλεια εἴσοδο, στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, παρθένες ψυχές, καθαρὲς ἀπὸ κάθε κακὸ —αὐτὴν θεωρῶ πραγματικὴ παρθενία μ’ αὐτὰ ποὺ γράφω—, νὰ κρατᾶ ἡ ψυχὴ μας λαμπρὲς τὶς λαμπάδες ποὺ καῖνε τὸ ἔλαιο τῆς φιλανθρωπίας, νὰ εἰσέλθουμε ἐκεῖ «ὅπου μπῆκε πρὶν ἀπό μας καὶ γιὰ χάρη μας ὁ Χριστός», ἔχοντας γιὰ βοηθὸ μας αὐτὴν τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο καὶ στὶς προθέσεις μας καὶ στὶς πράξεις μας. Αὐτὴ μᾶς ἀξίωσε νὰ δεχτοῦμε τόσες χάρες Της καὶ ἡ Ὁποία τώρα μὲ τὴ γιορτὴ της μᾶς ἁγιάζει, καὶ τότε μᾶς ἀξίωσε νὰ νιώσουμε τὸ κάλλος τῆς πανάγιας καὶ ἀϊδίας Τριάδας, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.