Πρόκλου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Φάνηκε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο καὶ τὸν ἄχαρο κόσμο στόλισε μ’ ἀπέραντη εὐφροσύνη. Σήκωσε πάνω Του τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, καὶ κατεπάτησε γιὰ πάντα τὸν ἐχθρό τοῦ κόσμου. Ἁγίασε τὶς πηγὲς τῶν ὑδάτων καὶ φώτισε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Θαύματα ἀναμείχθηκαν μὲ μεγαλύτερα θαύματα.
Σήμερα, ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ Σωτῆρας μας Χριστός, χωρίστηκαν ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ἄπ’ ἄκρη ὡς ἄκρη γέμισε ὁ κόσμος εὐφροσύνη. Ἡ σημερινὴ γιορτὴ ἀποκαλύπτει μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ ἐκείνη τῆς Χριστουγεννιάτικης νυχτιᾶς.
Γιατί ἐκείνη τὴν νύχτα πού μᾶς πέρασε χαιρότανε μονάχα ἡ γῆ, καθὼς βάσταζε πάνω της στὴν ἀγκαλιὰ τῆς φάτνης τὸν Παντοκράτορα Θεό. Σήμερα ὅμως, ποὺ γιορτάζουμε τὰ Θεοφάνεια, εὐφραίνεται μαζί της καὶ ἡ θάλασσα. Καὶ εὐφραίνεται γιατί διὰ μέσου τοῦ Ἰορδάνη λαμβάνει μέρος καὶ αὐτὴ στὴν εὐλογία τοῦ ἁγιασμοῦ.
Στὴ γιορτὴ τῆς θείας Γέννησης ὁ Θεὸς φάνηκε βρέφος μικρό, νεογέννητο, δείχνοντας ἔτσι τὴ δική μας νηπιότητα. Σήμερα ὅμως Τὸν βλέπουμε τέλειο ἄνθρωπο, τέλειο Υἱό, ἀπὸ τέλειο Πατέρα γεννημένον.Ἐκεῖ φανέρωσε τὸ Θεῖο βρέφος τὸ ἀστέρι ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὴν ἀνατολή, καὶ ἐδῶ ὁμολογεῖ γί’ Αὐτὸν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Θεὸς Πατέρας, ἀπὸ Τὸν ὁποῖον γεννήθηκε πρὸ τῶν αἰώνων.
Ἐκεῖ Τοῦ πρόσφεραν – ὡσὰν σὲ βασιλιὰ – δῶρα οἱ Μάγοι, ποῦ πεζοπόρησαν ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Ἐδῶ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φερμένοι Τοῦ πρόσφεραν τὴ διακονία ποὺ πρέπει μόνο σὲ Θεό. Ἐκεῖ τυλίχτηκε μέσα στὰ σπάργανα καὶ ἐδῶ λύνει μὲ τὸ βάπτισμα τὶς σειρὲς τῶν παραπτωμάτων καὶ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας μας. Ἐκεῖ ὁ βασιλιὰς τῶν οὐρανῶν ντύθηκε σὰν βασιλικὴ ἁλουργίδα τὸν κόσμο, ἐδῶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ντύνεται ὁλόγυρα τὰ ποταμίσια κύματα.
Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ ἰδεῖτε παράδοξα θαύματα. Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης λούζεται στοῦ Ἰορδάνη τὰ νερά. Ἡ φωτιὰ βουτάει καὶ σμίγει μὲ τὰ νερά. Καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ἄνθρωπο ἁγιάζεται.
Σήμερα ὁλόκληρη ἡ κτίση βροντοφωνάζει καὶ ἀνυμνεῖ: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!!» Σὺ ποὺ ἔρχεσαι διὰ τῆς Προνοίας Σου μέσα ἄπ? ὅλα τὰ κτίσματά Σου. Σὺ ποὺ συντηρεῖς τὸ ὕψος τοῦ στερεώματος καὶ ἔντεχνα ὁδηγεῖς σὰν ἥμερο ἄλογο μὲ χαλινάρι τὴν τροχιὰ τοῦ Ἥλιου. Σὺ ποὺ βάζεις σὲ τάξη χωρὶς διόλου ν’ἀνακατεύονται τὰ πλήθη τῶν ἀστέρων καὶ μᾶς κερνᾶς πλούσια ἀγέρα γιὰ νὰ ἀναπνέουμε ἀσταμάτητα ζωή.
Σὺ ποὺ ζεσταίνεις καὶ ζωογονεῖς τὴ μάννα γῆ ὥστε νὰ μᾶς χαρίζει τοὺς καρποὺς τῆς ὁλοχρονίς. Σὺ ποὺ δαμάζεις καὶ σταματᾶς τὴν πολυκύμαντη θάλασσα ζώνοντας τὴν ὁλοτρόγυρα μ’ ἕνα μικρούτσικο χαλινάρι ἀπὸ ἀμμοχάλικο. Σὺ ποὺ σπρώχνεις τὰ νερὰ ἀπὸ τῆς γῆς τὰ σπλάχνα καὶ φτιάχνεις τὶς πηγές. Σὺ ποὺ καθοδηγεῖς τὶς ποταμίσιες ὄχθες νὰ πορεύονται χωρὶς χαμὸ καὶ περιπλάνηση ὡς τὴ θάλασσα.
Τοῦτα ὅλα τὰ θαυμάσια ἀναλογιζόμαστε καὶ ἀπὸ τὰ κατάβαθά μας βγαίνει ἡ κραυγή: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».
Πές μας λοιπόν, Ποιὸς εἶναι Αὐτός, μακάριε Δαυίδ; Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μας πού μᾶς φανερώθηκε μ’ ἀνθρώπινη μορφή.
Ἀλλὰ δὲν τὸ λέει αὐτὸ μόνον ὁ προφήτης Δαυίδ. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ποὺ συμφωνεῖ μαζί του καὶ διδάσκει: «Μᾶς φανερώθηκε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ σῴζει κάθε ἄνθρωπο καὶ μᾶς διδάσκει ὅλους μας». Ὄχι μερικοὺς ἀλλὰ ὅλους μας. Σ’ ὅλους, Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες χαρίζει μὲ τὸ βάπτισμα τὴ σωτηρία καὶ ὑποδείχνει τὸ σωτήριο αὐτὸ λουτρὸ σὰν εὐεργέτημα δοσμένο δωρεὰν σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ ποὺ τὸ ζητάει.
Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε πρωτόγνωρο κατακλυσμό, πολὺ μεγαλύτερον καὶ δυνατότερον ἀπ’ ἐκεῖνον ποὺ γίνηκε τὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Ἐκεῖ τὸ νερὸ ἔπνιξε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐδῶ τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος, κείνους ποὺ εἶχαν πεθάνει πνευματικὰ ξαναζωντάνεψε, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ σήμερα βαπτίστηκε.
Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἔφτιαξε κιβωτὸ στέρεα ἀπὸ ξύλα καὶ ἐδῶ ὁ Χριστὸς ὁ νοητὸς Νῶε, προσέλαβε ἀπὸ τὴν ἄφθορο παρθένο Μαρία τὴν κιβωτὸ τοῦ σώματος. Ἐκεῖ ὁ Νῶε ἄλοιψε τὴν κιβωτὸ ἐξωτερικὰ μὲ ἄσφαλτο πίσσα. Ἐδῶο Χριστὸς δυνάμωσε καὶ περιφρούρησε τὴν κιβωτὸ τοῦ σώματος μὲ τὸ χρῖσμα τῆς πίστεως. Ἐκεῖ περιστερὰ ποὺ βάσταζε κλαδὶ ἐλιᾶς προμήνυσε τὴν εὐωδία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὴ μορφὴ ὁλόασπρης περιστερᾶς παρουσιάστηκε καὶ σ? ὅλους φανέρωσε τὸν ἐλεήμονα Κύριο.
Ἀλλὰ μὲ καταπλήττει ἡ ὑπερβολικὴ ταπείνωση τοῦ Κυρίου. Γιατί δὲν ἀρκέστηκε, Αὐτὸς ὁ γεννημένος τέλειος Υἱὸς ἀπὸ τέλειο Πατέρα, νὰ γεννηθεῖ καὶ ἐπὶ γῆς τέλειο βρέφος ἀπὸ τὰ σπλάχνα μιᾶς γυναίκας. Δὲν ἀρκέστηκε Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι σύνθρονος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ λάβει τὴ μορφὴ τοῦ δούλου ἀλλὰ καὶ σὰν τὸν τελευταῖο ἁμαρτωλὸ προσέρχεται νὰ βαπτισθεῖ.
Ἀλλὰ ἂς μὴ γίνει ἡ κοινὴ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους εὐεργεσία σκάνδαλο γί’ αὐτοὺς ποὺ τούτη τὴν ὥρα μὲ ἀκοῦνε. Γιατί βαπτίζεται ὁ Δεσπότης πάντων Χριστὸς ὄχι γιατί ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ψυχικὸ καθαρισμό, ἀλλὰ γιὰ νὰ οἰκονομήσει μὲ δυὸ τρόπους τὸ συμφέρον τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καὶ μὲ τὸ νερὸ νὰ μᾶς δωρίσει τὴν ἁγιαστικὴ χάρη καὶ νὰ προτρέψει τὸν καθένα μας νὰ βαπτιστεῖ.
Καθώς μᾶς λέει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ᾖρθε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ Γαλιλαία στὸν Ἰορδάνη ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰωάννης γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ἀπ’ αὐτόν. Τὸ τί συνέβηκε τότε ἀδελφοί μου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ χωρέσει νοῦς ἀνθρώπινος. Γιατί ξεπερνᾶνε κάθε θέαμα καὶ ἄκουσμα ὅσα συνέβηκαν ἐκεῖ. Τρέμει ὁ νοῦς. Χάνεται ἡ λαλιὰ μὴ τολμῶντας νὰ ἐξιστορήσει τὰ ἀνέκφραστα. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν καὶ ὅταν εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸν Δεσπότη μας Χριστὸ νὰ τὸν πλησιάζει, μὲ πολὺ καρδιοχτύπι, πέφτοντας καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια Τοῦ τοῦ εἶπε παρακλητικά: Γιατί βιάζει ἐμένα τὸν ἀδύνατο ἄνθρωπο ὁ Παντοδύναμος Θεός μου νὰ κάνω κάτι ποῦ ξεπερνάει τὶς δυνάμεις μου; Δὲν εἶμαι ἐγὼ σὲ θέση νὰ ἐπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πῶς νὰ τολμήσω νὰ Σὲ βαπτίσω; Πότε συνέβηκε νὰ καθαριστεῖ ἡ φωτιὰ ἀπὸ τὸ ξερὸ χορτάρι;
Πότε ἔπλυνε ἡ λάσπη τὴν πηγή; Πῶς νὰ βαπτίσω Ἐσένα τὸν Κριτὴ τῆς οἰκουμένης ἐγὼ ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τόσες ἁμαρτίες; Πῶς νὰ Σὲ βαπτίσω Δέσποτά μου; Δὲν βλέπω ἁμαρτία πάνω Σου. Δὲν ἔχεις πέσει θῦμα τῆς κατάρας τοῦ προπάτορα Ἀδάμ. Δὲν ἔχεις καθόλου λερωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γιατί ἂν καὶ ἔκλινες οὐρανοὺς καὶ κατέβηκες, τίποτα ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ Πατέρα δὲν παρέβηκες.
Τί κάνεις Δέσποτά μου; Γιατί μ’ ἀναγκάζεις νὰ κάνω κάτι ποῦ ξεπερνάει τὶς δυνάμεις μου; Ποτὲ καὶ τίποτα δὲν τόλμησα νὰ κάνω ἄπ? ὅλα ὅσα παροργίζουν τὴν ἀγαθωσύνη Σου.
Σὰν δοῦλος πιστός, γεμάτος ἀγάπη καὶ σεβασμὸ γιὰ τὸν ἀφέντη του, πρότρεξα καὶ ἐμήνυσα στὸν κόσμο τὴν παρουσία Σου. Ἐνῷ βρισκόμουνα ἀκόμη μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου, δανείστηκα τὴ γλῶσσα της καὶ Θεὸ τοῦ κόσμου Σὲ ἐκήρυξα. Ὅλους τούς προετοίμασα νὰ Σὲ δεχθοῦν, νὰ Σ’ ἀπαντήσουν. Πές μου λοιπὸν Κύριέ μου, πὼς θ’ ἀνεχθεῖ νὰ δεῖ ὁ ἥλιος τὸν Παντοκράτορα Θεὸ ἔτσι νὰ ἐξευτελίζεται ἀπὸ τὴν τόλμη ἐνὸς δούλου Του καὶ δὲν θὰ ρίξει καυτερὲς φωτοβολίδες νὰ μὲ κατακάψει, ὅπως ἔκανε ἐκείνους τοὺς καιροὺς τοὺς ἄσωτους Σοδομῖτες; Πῶς θὰ ἀντέξει ἡ γῆ νὰ δεῖ Ἐκεῖνον ποὺ ἁγιάζει τοὺς ἀγγέλους, ἀπέριττα νὰ βαπτίζεται ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ καὶ δὲν θ’ ἀνοίξει τὰ σπλάχνα της γιὰ νὰ μὲ καταπιεῖ, ὅπως ἔκανε τὸν Ἀβειρῶν καὶ τὸν Δαθᾶν;
Πῶς νὰ βαπτίσω Δέσποτά μου Ἐσένα ποῦ δὲν μολύνθηκες ἀπὸ τῆς φυσικῆς γέννησης τὸ λέρωμα; «Ἐξ ἀσπόρου γαστρός, ἄσπορος προῆλθε καρπός». Πῶς λοιπὸν ἐγὼ ὁ χιλιολερωμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος νὰ ἀγνίσω τὸν Θεό; Θεὸ ἀναμάρτητο;
Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ Σένα καὶ Σὺ ἔρχεσαι σὲ μένα; Μ’ ἔστειλες νὰ βαπτίζω, Κύριέ μου, καὶ δὲν παράκουσα τὴν ἐντολή Σου. Πρότρεπα ὅλους πρὸς τὸ βάπτισμα καὶ τοὺς ἔλεγα: «Ὁμολογῆστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τὶς ἁμαρτίες σας, γιατί Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός. Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται πίσω μου δὲν εἶναι βλοσυρὸς καὶ αὐστηρός. Εἶναι ἀγαθὸς καὶ Υἱὸς Πατέρα Ἀγαθοῦ. Δὲν φέρεται γιὰ λίγο μονάχα μ? ἀγαθωσύνη καὶ ὕστερα ἀλλάζει διάθεση γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ἔλεός Του μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἔλεός Του εἶναι ἀμέτρητο γί’ αὐτὸ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀνυμνώντας Τοῦ ἔλεγαν:
«Εὐλογημένος Σὺ ποὺ ἔρχεσαι στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου». Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός μάς μᾶς φανερώθηκε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ διέλυσε τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας πού μας περιέλουζε. Μᾶς φανερώθηκε ὁ οὐράνιος τσοπάνης καὶ ἔδιωξε ἀπὸ τὸ κοπάδι τῶν παιδιῶν Του τοὺς λύκους τοῦ διαβόλου. Μᾶς φανερώθηκε ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρὸς καὶ χάρισε μὲ τὸ βάπτισμα τὴν υἱοθεσία στοὺς πιστούς. Μᾶς φανερώθηκε ἡ ζωὴ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου καὶ μὲ τὸ θάνατό Του θανάτωσε τὸν θάνατο ὡς ἀθάνατος καὶ ἀξίωσε νὰ ζήσουν ζωὴ ἀθάνατη, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν πέσει στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο.
Ἀλλὰ ἐνῷ ἐγίνονταν ὅλα αὐτά, ὁ Θεὸς Πατέρας ἀγαλλώμενος μὲ τὴν ὑπερβολικὴ ταπείνωση τοῦ Υἱοῦ, ἀνοίγει διάπλατα τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ μὲ βροντερὴ φωνὴ ξεχειλισμένη ἀπὸ αἰσθήματα ποὺ πλημμυρίζουνε μία πατρικὴ καρδιά, ἀνακράζει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός».
Καὶ γιὰ νὰ μὴν μπερδευτεῖ ὁ νοῦς ὅσων ἀκούγανε ὅλα τοῦτα – ἂν εἶναι δηλαδὴ Υἱὸς ὁ Βαπτιστὴς ἢ ὁ Χριστός- ἔρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, σὰν ἄσπρο περιστέρι καὶ δείχνει Ἐκεῖνον ποὺ βαπτιζόταν καὶ ποὺ ὁ Θεὸς Πατέρας τὸν μαρτυροῦσε στοὺς ἀνθρώπους σὰν μονογενῆ Υἱό Του.
Σ’ Αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα, τὸ κράτος, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση σήμερα καὶ πάντοτε καὶ εἴς του