Ο βίος της Αγίας Βαρβάρας αναφέρει ότι ήταν μια καλλονή που έζησε στην πόλη της Νικομήδειας στη Μικρά Ασία, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Μαξιμιανός.
Ο Διόσκορος ή Διόσορος, ήταν φανατικός ειδωλολάτρης και πατέρας της. Την είχε φυλακίσει σε ένα πύργο γιατί φοβόταν τους μνηστήρες. Άγνωστο πως, έγινε Χριστανή.
Ο πατέρας της, για να μην χρησιμοποιεί τα δημόσια λουτρά και βγαίνει έξω από το πύργο της φυλάκισής της, διέταξε να χτίσουν λουτρά στον πύργο που διέμενε. Το σχέδιο εκεί είχε δύο παράθυρα αλλά η Αγία Βαρβάρα, τιμώντας την Αγία Τριάδα, είπε να χτιστούν τρία παράθυρα. Ο πατέρα της κατάλαβε έτσι ότι ήταν Χριστανή και όρμηξε στο πύργο κυνηγώντας την να τη σφάξει.
Η Αγία έφυγε και γλύτωσε καταφεύγοντας στα βουνά. Αλλά συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Ρωμαίο Έπαρχο.
Ο Έπαρχος θαυμάζοντας την ομορφιά της έκανε ότι μπορούσε για να την μεταπείσει, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη. Την υπέβαλε λοιπόν σε μαρτύρια, περισσότερο για να την σώσει από την οργή του πατέρα της που ήθελε να σκοτωθεί.
Τελικά ο έπαρχος αποφάσισε τον αποκεφαλισμό της, και μάλιστα την ποινή θα εκτελούσε ο ίδιος ο πατέρας της , μιά και αυτό επιθυμούσε και ο ίδιος. Σύμφωνα με τον βιογράφο αυτής Συμεών, “πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελείωσιν δέχεται”. Την στιγμή όμως που τελείωνε το έγκλημά του, έπεσε νεκρός χτυπημένος από κεραυνό.
Ιερά Λείψανα:
Κατά τον 9ο αιώνα έγινε ανακομιδή των λειψάνων της και η μεταφορά τους από την Βιθυνία στην Κωνσταντινούπολη. Κατά δε το 991 ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ δώρησε μέρος αυτών στους Βενετούς οι οποίοι και τα απόθεσαν στον Ναό του Αγίου Μάρκου.
Κατά το 12ο αιώνα, μέρος υπολοίπων λειψάνων της Αγίας μεταφέρθηκαν από την Κωνσταντινούπολη στο Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ με τους Χρυσούς Τρούλους στο Κίεβο, όπου παρέμειναν ως το 1930, όταν μεταφέρθηκαν εκ νέου στον Καθεδρικό Ναό του Αγ. Βλαδίμηρου στην ίδια πόλη.