Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου «Λόγος εις την πλεονεξίαν»
Εἰς τό “Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω” (Λουκ. 16, 21)
Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί. Δηλαδή, ἢ οἱ θλίψεις βασανίζουν τίς καρδιὲς ὅπως τὸ χρυσάφι στό καμίνι, καὶ δοκιμάζουν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά τους ἤ, πολλὲς φορές, οἱ εὐλογίες καὶ τὰ πλούτη τῆς ζωῆς αὐτῆς γίνονται δοκιμαστήριο καὶ πειρασμὸς γιά τοὺς περισσοτέρους. Πράγματι, εἶναι ἐξίσου δυσκατόρθωτο νά μὴ χάσει τή δύναμή της ἡ ψυχὴ στίς μεγάλες δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ νά μὴν ὑπερηφανευθεῖ στίς εὐτυχεῖς καταστάσεις. Παράδειγμα γιά τὸ πρῶτο εἶδος τῶν πειρασμῶν εἶναι ὁ μέγας Ἰώβ. Αὐτὸς ὁ ἀκαταμάχητος ἀθλητής, σήκωσε μέ ἀκατάβλητο ψυχικὸ σθένος καὶ ἀκλόνητη γενναιότητα καρδιᾶς ὅλη τή χειμαρρώδη διαβολικὴ ἐπιθετικότητα καὶ βία ἐναντίον του, καὶ ἀναδείχθηκε τόσο ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ὅσο ἤταν μεγάλα καὶ ἀνυπέρβλητα τὰ παλαίσματα πού τοῦ παρουσίασε ὁ ἐχθρός. Παραδείγματα τώρα γιά τοὺς πειρασμούς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν εὐημερία, ὑπάρχουν πολλά. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι καὶ ὁ ἄφρονας Πλούσιος τῆς παραβολῆς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Πλούσιος αὐτός, ἐνῶ εἶχε πολλὰ πλούτη στά χέρια του, ἐπιθυμοῦσε νά ἀποκτήσει περισσότερα. Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς δέν τὸν καταδίκασε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιά τὴν ἀγνώμονα συμπεριφορὰ του, ἀλλὰ πάντοτε στόν ὑπάρχοντα πλοῦτο του πρόσθετε καὶ ἄλλον, μήπως τυχὸν κάποτε ἐπερχόταν κόρος στήν ψυχὴ του καὶ ὁδηγεῖτο στήν ἡμερότητα καὶ στήν ἀνθρωπιά.
Ἂς δοῦμε ὅμως τί μᾶς λέει τὸ χωρίο αὐτό: «Ἑνὸς ἀνθρώπου πλούσιου τὰ χωράφια εἴχαν μεγάλη σοδειά. Καὶ αὐτὸς ἔπεσε τότε σὲ ἀγχώδη συλλογὴ καὶ ἔλεγε: Τὶ νά κάνω; Ποῦ νά συγκεντρώσω καὶ νά ἀποθηκεύσω τὰ εἰσοδήματά μου;». Καί, ὕστερα ἀπὸ μεγάλο ταλανισμὸ καὶ συλλογή, εἶπε: «Αὐτὸ θὰ κάνω: Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες καὶ ἐκεῖ θὰ συγκεντρώσω ὅλα τὰ γεννήματα καὶ τὰ ἀγαθά μου».
Γιατὶ ὅμως νά ἔχουν τόση μεγάλη σοδειὰ τὰ χωράφια ἑνὸς ἀνθρώπου πού δέν ἐπρόκειτο νά κάνει κανένα καλὸ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ πού θὰ μάζευε; Αὐτὸ ἔγινε, γιά νά φανεῖ καθαρότερα ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καὶ νά γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιό σημεῖο ἐκτείνεται ἡ ἀγαθότητά Του. Διότι ὁ Κύριος «βρέχει καὶ γιά τοὺς δικαίους καὶ γιά τοὺς ἀδίκους καὶ ἀνατέλλει τὸν ζωογόνο ἥλιο Του καὶ γιά τοὺς πονηροὺς καὶ γιά τοὺς ἀγαθούς». Ἡ ἀγαθότητα ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἐπισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση γιά τοὺς πονηρούς. Τὶ ἔκανε ὁ Θεὸς στήν περίπτωση τοῦ ἄφρονα Πλουσίου; Ἐριξε τὶς βροχὲς στή γῆ πού καλλιέργησαν τὰ χέρια τοῦ πλεονέκτη. Ἐδωσε τὸν ἥλιο, γιά νά βλαστήσουν οἱ σπόροι καὶ νά πολλαπλασιαστοῦν οἱ καρποί μέ τὴν εὐφορία. Ὅλα λοιπὸν ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι παρὰ πολὺ καλά. Διότι ὁ Θεὸς προσφέρει κατάλληλη γῆ, εὔκρατες καταστάσεις ἀέρων, ἄφθονα σπέρματα, τή συνεργία τῶν βοδιῶν γιά τὸ ὄργωμα τῶν χωραφιῶν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα συντελοῦν στό νά ἀκμάζει ἡ γεωργία.
Τὶ στάση κράτησε ὅμως ὁ πλούσιος αὐτὸς ἄνθρωπος ἀπέναντι σ’ ὅλα αὐτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ἀνελεημοσύνη, ἄρνηση κάθε προσφορᾶς πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Αὐτὰ ἀντιπαρέθεσε πρὸς ἐκεῖνα πού τοῦ παραχώρησε ὁ Εὐεργέτης του. Δέν σκέφτηκε ὅτι θὰ ‘τανε καλὸ νά διαμοιράσει τὸ πλεόνασμα στούς φτωχοὺς ἀδελφοὺς του. Δέν λογάριασε καθόλου τὴν ἐντολή πού λέει: «Μὴν ἀρνηθεῖς νά βοηθήσεις τὸν φτωχό»· καὶ «τὸ ἔλεος καὶ ἡ καλὴ διάθεση πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς, ἂς μὴ σὲ ἐγκαταλείπουν». Ἐπίσης λησμόνησε τὴν προτροπή πού λέει: «Νά μοιράζεις τὸ ψωμί σου μ’ αὐτόν πού πεινάει». Ἔτσι, ἂν καὶ ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ οἱ διδάσκαλοι τὸ διαλαλοῦν, ὅμως δέν εἰσακούονταν ἀπὸ τὸν Πλούσιο. Ἀλλά, ἐνῶ οἱ ἀποθῆκες ἔσπαζαν ἀπὸ τὰ ἀποθηκευμένα ἀγαθά, ἡ ἄπληστη καρδιά του δέν χόρταινε. Διότι, μὲ τὸ νά προσθέτει πάντοτε τὰ νέα εἰσοδήματα στά παλαιὰ καί μέ τὸ νά αὐξάνει μέ τίς ἐτήσιες συγκομιδὲς τὸν πλοῦτο του, ἔφθασε στό ἀδιέξοδο καὶ ἔπεσε σὲ ἄγχος καὶ ἀμηχανία. Ἡ πλεονεξία δηλαδὴ δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά θυσιάσει κάτι ἀπὸ τὰ παλαιὰ εἰσοδήματα καὶ ἔτσι δέν εἶχε πιὰ τή δυνατότητα νά διευθετήσει τὰ νέα, λόγῳ τοῦ μεγάλου πληθωρισμοῦ τῆς παραγωγῆς. Γι’ αὐτὸ τὰ σχέδιά του ἤταν ἀνεφάρμοστα καὶ οἱ φροντίδες ἀνυπέρβλητες.
«Τὶ νά κάνω;». Ποιός δέν θὰ ἐλεοῦσε αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο, ποὺ εἶχε πέσει σὲ τέτοια μέριμνα καὶ σκλαβιά; Δύστυχος καὶ ταλαίπωρος μπροστὰ στή μεγάλη σοδειά. Ἐλεεινὸς μπροστὰ στά ἀγαθὰ τοῦ παρόντος κόσμου. Ἀκόμη πιὸ ἐλεεινὸς ὅμως μπροστὰ στά προσδοκώμενα. Ἡ γῆ δέν ἀποδίδει γιά τὸν πλούσιο εἰσοδήματα. Ἀναβλαστάνει γι’ αὐτὸν στεναγμούς. Δέν τοῦ συγκεντρώνει εὐφορία καρπῶν, ἀλλὰ μέριμνες, στενοχώριες καὶ φοβερὸ ἄγχος. Θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται παρόμοια μ’ αὐτούς πού εἶναι φτωχοί. Μήπως καὶ αὐτὸς πού πιέζεται ἀπὸ τή φτώχεια δέν βγάζει ἀπ’ τὴν καρδιά του τὴν ἴδια κραυγή; «Τὶ νά κάνω; Ποῦ νά βρῶ τροφές; Ποῦ νά βρῶ ἐνδύματα;». Τὰ ἴδια λέει καὶ ὁ Πλούσιος. Ὀδύνη ἔχει στήν καρδιά του. Τὸν κατατρώει ἡ μέριμνα. Αὐτό πού εὐφραίνει τοὺς ἄλλους, αὐτὸ λιώνει τὸν πλεονέκτη. Διότι δέν χαίρεται πού τὸ σπίτι του εἶναι γεμάτο ἀπ’ ὅλα, ἀλλὰ κεντᾶ τὴν ψυχὴ του ὁ πλοῦτος πού ξεχειλίζει καὶ ξεχύνεται ἄφθονος. Ἡ ἔννοια του εἶναι τί θὰ τὰ κάνει ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Ὁ τρόμος του εἶναι μήπως, καθὼς ξεχειλίζει ὁ πλοῦτος του, χυθεῖ πρὸς τοὺς ἔξω καὶ γίνει ἀφορμὴ νά ἐλεηθεῖ κάποιος φτωχός….
Αὐτὸ να μὴν τὸ κανεὶς ἐσύ, ἀδελφέ. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο τὸ ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, γιά νά ἀποφύγουμε νά μοιάσουμε στόν ἄφρονα Πλούσιο. Νά μιμηθεῖς τή γῆ, ἀγαπητέ μου. Νά καρποφορήσεις ὅπως ἐκείνη. Νά μὴ φανεῖς κατώτερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γῆ. Ἡ γῆ ἐκτρέφει τοὺς καρποὺς της, ὄχι γιά τή δικτή της ἀπόλαυση, ἀλλὰ γιά τή δικτή σου ἐξυπηρέτηση. Ἐσὺ ὅμως, ἂν κάνεις κάποιο καλὸ ἔργο, ἂν δείξεις ἀγάπη σ’ αὐτόν πού ἔχει ἀνάγκη, ἡ Χάρη δέν θὰ δοθεῖ σὲ κάποιον ἄλλον, ἀλλὰ ἐσένα θὰ ἐπισκιάσει. Διότι πρέπει νά ξέρεις ὅτι, γιά κάθε φιλόστοργη καὶ ἐλεήμονα κίνησή μας πρὸς τὸν πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀνοιγόμαστε πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ δείχνουμε ἀγάπη. Δίνεις λ. χ. σ’ αὐτόν πού πεινᾶ. Ἐσὺ κερδίζεις μ’ αὐτό πού δίνεις, διότι παίρνεις πολλὴ Χάρη. Εἶναι ὅπως ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ πού, ὅταν πέσει στή γῆ, πολλαπλασιάζεται καὶ γίνεται πηγὴ πλουτισμοῦ γιά τὸν σπορέα. Ἔτσι καὶ τὸ ψωμί πού δόθηκε στόν φτωχό, φέρνει ἐκ τῶν ὑστέρων πλούσια τὴν ὠφέλεια σ’ αὐτόν πού τὸ πρόσφερε, στόν ἐλεήμονα. Ἂς εἶναι λοιπὸν γιά σένα ἡ συγκομιδὴ τῆς γεωργικῆς σου ἐργασίας, ἀρχὴ τῆς ἐπουράνιας σπορᾶς. Διότι καὶ ἡ Γραφὴ λέει: «Σπείρετε γιά τὸν ἑαυτὸ σας δικαιοσύνη». Γιατὶ λοιπὸν ἀδημονεῖς καὶ ἄγχεσαι; Γιατὶ πιέζεις καὶ τσακίζεις τὸν ἑαυτὸ σου, προσπαθώντας νά περικλείσεις τὸν πλοῦτο σου μέ πηλὸ καὶ πλίνθους; «Εἶναι προτιμότερο τὸ καλὸ ὄνομα ἀπὸ τὰ μεγάλα πλούτη». Ἂν ὅμως θαυμάζεις καὶ καμαρώνεις γιά τὰ χρήματα, ἐπειδὴ λαμβάνεις τιμὲς ἀπ’ αὐτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σου ἐπιφέρει τὸ νά ὀνομάζεσαι πατέρας μυρίων παιδιῶν, παρὰ νά ἔχεις στό βαλάντιό σου μυρίους στατῆρες. Τὰ χρήματα βέβαια, καὶ χωρὶς νά τὸ θέλεις, θὰ τὰ ἀφήσεις ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τή γῆ, τὴν ὑπόληψη ὅμως γιά τὰ καλὰ σου ἔργα, θὰ τὴν ἀποκομίσεις στόν Δεσπότη, ὅταν ὁλόκληρος λαὸς θὰ σταθεῖ μπροστὰ στόν κοινὸ Κριτή καὶ θὰ σὲ ὀνομάσει τροφέα του, εὐεργέτη καὶ φιλάνθρωπο….
Ὁ Πλούσιος βέβαια τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε γιά τὰ σχέδιά του τὸ γνωστὸ τέλος… Γιατὶ αὐτὸς φύλαγε τὰ παρόντα ὑλικὰ ἀγαθά, ἀγωνιοῦσε γιά τὶς ἐπερχόμενες σοδειὲς καί, ἐνῶ δέν γνώριζε ἂν θὰ ξημερώσει ἡ αὐριανὴ ἡμέρα, ἁμάρτανε ἐκ τῶν προτέρων. Ἐχανε τὸ σήμερα γιά τὸ αὔριο. Δέν εἶχε ἔλθει ὁ φτωχὸς νά τοῦ ζητήσει κάτι, καὶ αὐτὸς προκαταβολικὰ ἐκδήλωνε τὴν ἄρνηση καὶ τὴν ἀγριότητά του. Ἀκόμη δέν εἶχε μαζέψει τοὺς καρποὺς ἀπ’ τὰ χωράφια του καὶ εἶχε τὸ κατάκριμα τῆς πλεονεξίας. Ἡ γῆ τοῦ πρόσφερε τὰ προϊόντα της ἄφθονα. Τοῦ ἔδειχνε ἤδη μέσα στήν ὀργωμένη γῆ τὸ ἄφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τὰ σταφύλια πάνω στά κλήματα, τὶς ἐλιὲς νά εἶναι κατάφορτες καὶ γενικὰ ὑποσχόταν στόν Πλούσιο κάθε τρυφὴ ἀπὸ τὰ καρποφόρα δένδρα. Ὁ Πλούσιος ὅμως ἤταν τσιγγούνης καὶ ἄκαρπος. Ἀκόμη δέν εἶχε ἀποκτήσει τὰ ἀγαθὰ καὶ τὸν ἔτρωγε τὸ σαράκι, μήπως τοῦ ζητήσουν κάτι οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ ἀναγκεμένοι. Καὶ ὅμως πόσοι κίνδυνοι ὑπάρχουν γιά σένα, πλεονέκτη Πλούσιε, μέχρι νά φθάσουν οἱ καλλιέργειές σου στή συγκομιδὴ τῶν καρπῶν; Διότι καὶ χαλάζι μπορεῖ νά πέσει καὶ νά τὰ καταστρέψει ὅλα καὶ ὁ καύσωνας μπορεῖ νά τ’ ἁρπάξει μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ ἡ ἀπρόσμενη βροχὴ μπορεῖ νά καταστρέψει τοὺς καρπούς. Δέν προσεύχεσαι λοιπὸν στόν Κύριο νά δώσει τή Χάρη Του, ὥστε νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ δωρεά; Ἀλλὰ ἐσὺ τρέχεις γιά νά βρεῖς τρόπο νά μαζέψεις καὶ νά ἀσφαλίσεις τὰ ἀγαθὰ καὶ ἔτσι καθιστᾶς τὸν ἑαυτὸ σου ἀνάξιο νά λάβει ὅλα ὅσα ἤδη σοῦ ἔχει στείλει ὁ Θεός.
Καὶ σὺ μὲν ζεῖς μὲ τοὺς λογισμούς σου καὶ κρυφὰ συνομιλεῖς μέ τὸν ἑαυτὸ σου, τὰ λόγια σου ὅμως αὐτὰ κρίνονται στόν Οὐρανό. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀπαντήσεις σου ἔρχονται ἀπὸ ἐκεῖ. Ποιά εἶναι ὅμως αὐτὰ πού συζητάει μέ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ πλεονέκτης Πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «ἔχεις πολλὰ ἀγαθά. Ἔχεις πλούτη γιά ἀμέτρητα χρόνια. Τρῶγε, πῖνε καὶ διασκέδαζε καθημερινά». Ὢ Θεέ μου, τὶ παραλογισμὸς εἶναι αὐτός! Ἀλήθεια, Πλούσιε, ἂν εἶχες ψυχὴ χοίρου, τὶ ἄλλο καλύτερο θὰ μποροῦσες νά τῆς πεῖς; …. Ὅλα αὐτά πού ἑτοίμασες καὶ φυλᾶς, ποιός θὰ τὰ πάρει;».
Ἀλήθεια, αὐτὸς πού σὲ λίγο πρόκειται νά τὸν ἁρπάξουν ἀπ’ αὐτὴ τή ζωή οἱ ἄγγελοι, τὶ σκέπτεται; «Θὰ γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες»! Πολὺ καλὰ θὰ κάνεις, θὰ τοῦ ἔλεγα ἐγώ. Διότι τὰ ταμεῖα τῆς ἀδικίας πρέπει νά ἀφανισθοῦν. Κατεδάφισε μέ τὰ ἴδια σου τὰ χέρια ἐκεῖνα πού ἔκτισες μέ ἄδικο καὶ ἁμαρτωλὸ τρόπο. Σπᾶσε τὰ ἀμπάρια τοῦ σιταριοῦ, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κανεὶς δέν ἔλαβε παρηγορία. Ἑξαφάνισε κάθε οἴκημα πού φιλοξενοῦσε τὴν πλεονεξία… Ἂν θέλεις ἀποθῆκες, ἔχεις τὰ σπίτια τῶν φτωχῶν. «Θησαύρισε γιά τὸν ἑαυτὸ σου θησαυρούς πού ἀποθηκεύονται στούς οὐρανούς». «Ὅσα κατατίθενται ἐκεῖ οὔτε ὁ σκόρος τὰ τρώει, οὔτε σαπίζουν, οὔτε ληστεύονται»….
Ἀδελφέ μου, ποιές ἅγιες ἐντολές καταφρονεῖς, μὲ τὸ νά κλείνεις τ’ αὐτιά σου, ἐξαιτίας τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς πλεονεξίας; Πόση μεγάλη χάρη κι εὐγνωμοσύνη ἔπρεπε νά χρωστᾶς στόν Εὐεργέτη σου! Πόσο ἔπρεπε νά εἶσαι χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος πού δέν βρίσκεσαι στή θέση νά χτυπᾶς τίς πόρτες τῶν ἄλλων, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι χτυποῦν τή δική σου γιά βοήθεια. Παραταῦτα, εἶσαι κατσούφης καὶ ἀπλησίαστος, ἀποφεύγεις τίς συναντήσεις μήπως καὶ ἀναγκασθεῖς νά δώσεις κάτι μέ τὰ χέρια σου. Μία λέξη ξέρεις: «Δέν ἔχω. Δέν δίνῳ. Εἶμαι φτωχός»! Πραγματικὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ ἐνδεὴς ἀπὸ κάθε ἀγαθό. Εἶσαι φτωχὸς ἀπὸ ἀγάπη. Φτωχὸς ἀπὸ φιλανθρωπία. Φτωχὸς ἀπὸ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Φτωχὸς ἀπὸ ἐλπίδα αἰώνια….