Ο καθηγητής της ερήμου – Η πηγή του βίου και της πολιτείας του
Ο Μέγας Αθανάσιος, πατριάρχης Αλεξανδρείας (295/96-373), μία από τις μεγαλύτερες πατερικές μορφές, είχε την εύνοια του Θεού να δεχθεί σημαντική επίδραση στο ήθος του όταν, νέος ακόμη, γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο στη Αλεξάνδρεια. Ένα χρόνο μετά την οσιακή κοίμηση του οποίου έγραψε το “Βίο και την πολιτεία” και την έστειλε “προς τους εν τη ξένη μοναχούς” της Δύσης. Στον πρόλογο αυτού του σπουδαίου έργου, που είναι το κυριότερο από τα ασκητικά του και γράφτηκε μάλλον το έτος 357 (ή το 365) διαβεβαιώνει τους παραλήπτες του ότι αυτά που γράφει είναι “όσα ο ίδιος γνωρίζω, αφού τον έχω δει πολλές φορές και όσα μπόρεσα να μάθω από αυτόν, αφού ήμουν στην ακολουθία του όχι λίγο χρόνο και έριχνα νερό στα χέρια του”. Αυτή η επικοινωνία τους κράτησε μια ζωή, αφού και σαράντα χρόνια αργότερα τον ξανασυνάντησε στην έρημο, ο δε Μέγας Αντώνιος, λίγο πριν την κοίμηση του άφησε στον Αθανάσιο μία από τις δύο μηλωτές του.
Πηγή μας λοιπόν στη σκιαγράφηση του βίου του Μεγάλου Αντωνίου είναι το έργο αυτό, στον οποίο ο Μέγας Αθανάσιος εκθέτει με χάρη και ενάργεια τα σχετικά με τη γέννηση και τα παιδικά χρόνια του Αντωνίου, το μοίρασμα της περιουσίας του στους φτωχούς, τις πνευματικές του ασκήσεις, την απόσυρση του στην έρημο, την ίδρυση μοναστηριών, τη στήριξη των διωκόμενων χριστιανών, τον πόλεμο των δαιμόνων, τα θαύματά του, τις συζητήσεις του με φιλοσόφους, την παροχή συμβουλών σε βασιλείς, τα χαρίσματα με τα οποία ήταν προικισμένος, τις διδαχές του προς μοναχούς, και το μακάριο τέλος του.
Η μορφή και το περιεχόμενο του έργου καθώς και η φήμη του Αντωνίου που ήδη είχε φτάσει ως την αρχαία Ρώμη, την Ισπανία, τη Γαλλία και άλλες περιοχές, συνετέλεσαν στο να εισαχθεί και διαδοθεί ευρύτερα ο χριστιανικός μοναχισμός στη Δύση.
Τα παιδικά χρόνια
Ο πατέρας και πατριάρχης του μοναχικού βίου, τύπος του αναχωρητισμού και του ασκητισμού, αν και δεν υπήρξε ο πρώτος, αφού είχε δάσκαλο στην άσκηση τον όσιο Παύλο το Θηβαίο, γεννήθηκε το έτος 251 στην Αίγυπτο, από ευγενείς και πλούσιους γονείς. Από αυτούς, που ήταν πιστοί χριστιανοί, έλαβε την ανάλογη διαπαιδαγώγηση, εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου (‘Εφεσ. 6, 4), στερήθηκε όμως τη μόρφωση των εκπαιδευτηρίων. Παρά ταύτα έγινε “θεοδίδακτος … και γράμματα μη μαθών, αγχίνους ήν και συνετός άνθρωπος”. Ως παιδί μεγάλωνε κοντά στους γονείς του, επιθυμώντας, ως άλλος Ιακώβ, να παραμένει στο σπίτι του ήσυχος (Γεν. 25, 27), αποφεύγοντας τη συναναστροφή με άλλους συνομηλίκους του. Του άρεσε να παίρνει μέρος στη σύναξη της εκκλησίας, έκανε υπακοή, αγαπούσε την εργασία, και παρόλο που ήταν πλουσιόπαιδο “δεν πίεζε τους γονείς του για εξεζητημένη και πλούσια τροφή, ούτε επεδίωκε τις ευχαριστήσεις που αυτή χαρίζει. Αρκούνταν μόνο σε όσα του έδιναν και δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο”.
Συνέβη όμως και οι γονείς του έφυγαν πρόωρα από την παρούσα ζωή. Ο Αντώνιος έμεινε ορφανός με την κατά πολύ μικρότερη αδελφή του. Ήταν τότε 18-20 ετών, φρόντιζε δε τα του οίκου και της αδελφής του ο ίδιος. Έξι περίπου μήνες μετά το θάνατο των γονέων του, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, σκεπτόταν τους Δώδεκα αγίους Αποστόλους οι οποίοι αφού τα άφησαν όλα ακολούθησαν τον Κύριο (Ματθ. 4, 20), καθώς και τους χριστιανούς εκείνους που πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και έφερναν στους Αποστόλους το αντίτιμο για να δοθεί στους έχοντες ανάγκη (Πράξ. 4, 35). Ενώ παρόμοιες σκέψεις έκανε, μπήκε στην εκκλησία. Και Συνέπεσε τη στιγμή εκείνη να διαβάζεται η ευαγγελική περικοπή και άκουσε τον Κύριο να λέει στον πλούσιο: αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό κοντά στον Θεό (Ματθ. 19, 21).
Τα λόγια αυτά άγγιξαν την ψυχή του σα να απευθύνονταν από τον Ιησού Χριστό προσωπικά στον ίδιο. Επιστρέφοντας λοιπόν στο σπίτι, τα μεν κτήματα που κληρονόμησε από τους γονείς του (τριακόσια εύφορα και πολύ καλά χωράφια) τα χάρισε στους συγχωριανούς του, τα δε κονητά πράγματα τα πούλησε και τα χρήματα τα μοίρασε στους φτωχούς, κρατώντας λίγα για την αδελφή του. Αλλά κι αυτά τα λίγα τα μοίρασε αργότερα, όταν άκουσε στην εκκλησία την προτροπή του Κυρίου: μην αγωνιάτε για το αύριο (Ματθ. 6, 34). Έπειτα, αφού εμπιστεύθηκε την αδελφή του “σε γνωστές και έμπιστες παρθένες· κι αφού την έβαλε σε παρθεναγωγείο για ν’ ανατραφεί”, ο νεαρός ακόμα Αντώνιος άρχισε να ζει μπροστά στον σπίτι του με άσκηση, υπομονή και αυτοσυγκέντρωση, γιατί ακόμα δεν είχαν συσταθεί οργανωμένα μοναστήρια και οι μακρινές έρημοι ήταν άγνωστες για του ασκητές.
Ο βιογράφος του, Μέγας Αθανάσιος, εξιστορεί με λεπτομέρειες τους πρώτους ασκητικούς αγώνες του Αντωνίου: Πήγαινε και αναζητούσε τους φημισμένους γέροντες που ασκήτευαν στην περιοχή, όπως η σοφή μέλισσα. Εργαζόταν χειρωνακτικά, διότι είχε διαβάσει το όποιος δεν εργάζεται, αυτός να μη τρώει κιόλας (Β’ Θεσ. 3, 10). Ένα μέρος του κόπου του το διέθετε για την διατροφή του, το υπόλοιπο το έδινε στους φτωχούς. Προσευχόταν αδιάκοπα. Και πρόσεχε ιδιαίτερα στην ανάγνωση των Γραφών, “ώστε τίποτα να μη του ξεφεύγει, αντίθετα δε να κατέχει τα πάντα, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί στο εξής τη μνήμη του αντί για τα βιβλία”.
Αποτέλεσμα αυτού του πνευματικού αγώνα ήταν να γίνει αγαπητός από όλους τους ασκητές. Στους οποίους έκανε υπακοή και εφάρμοζε στη ζωή του του καθενός το προτέρημα του ζήλου και της άσκησης: επιμονή, νηστεία, σκληραγωγία, πραότητα, μακροθυμία. “Και όλων μαζί επεσήμανε την ευσέβεια προς το Χριστό και τη μεταξύ τους αγάπη”. Επιστρέφοντας στον τόπο που ασκήτευε, αναπολούσε όσα έμαθε απ’ τον καθένα και προσπαθούσε να τα εφαρμόσει και ο ίδιος.
Αλλά όπως ήταν φυσικό, ο διάβολος που μισεί το καλό, δεν άντεχε να βλέπει σ’ ένα νέο τόσο υψηλό φρόνημα. Και άρχισε τους πειρασμούς του, προκειμένου να κάμψει τον Αντώνιο. Του θύμιζε τα κτήματα που είχε, την φροντίδα που χρωστούσε στην αδελφή του, την αγάπη των συγγενών, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, την ευχαρίστηση του καλού φαγητού, τις ανέσεις. Προσπαθούσε να τον τρομάζει με τις δυσκολίες της ασκητικής ζωής, τον κόπο της αρετής, την αδυναμία του σώματος, τη διάρκεια του πνευματικού αγώνα. χρησιμοποιούσε τις παγίδες της σάρκας που είναι οι χειρότερες σε βάρος των νεοτέρων: Τη νύχτα το αναστάτωνε με τους λογισμούς, την ημέρα τον ενοχλούσε με τρόπο αφόρητο. Ο Αντώνιος όμως ανέτρεπε τις παγίδες του με την προσευχή, την πίστη και τις νηστείες.
Θωρακίζει τον εαυτό του στην έρημο
Αυτή η νίκη του κατά του διαβόλου δεν το οδήγησε στην επανάπαυση και την αδιαφορία. Ούτε ο αιώνιος εχθρός του ανθρώπου σταμάτησε να στήνει ενέδρες. Γι’ αυτό ο Αντώνιος έκανε πιο εντατική προσευχή και αυστηρότερη νηστεία. Πήγε και διέμενε αρχικά μεν στα περίχωρα της Ηρακλεόπολης, αργότερα δε σε απομακρυσμένο τάφο. Αγρυπνούσε τόσο, “που πολλές φορές περνούσε όλη τη νύχτα άυπνος· κι αυτό το έκανε όχι μία αλλά πολλές φορές και προκαλούσε το θαυμασμό. Έτρωγε μία φορά την ημέρα μετά τη δύση του ήλιου· ενίοτε κάθε δύο ημέρες και πολλές φορές έτρωγε κάθε τέσσερις. Η τροφή ήταν ψωμί και αλάτι· και έπινε μόνο νερό… Για τον ύπνο του χρησιμοποιούσε ψάθα και τις περισσότερες φορές ξάπλωνε στο χώμα. … Έλεγε ότι οι νεότεροι ασκητές πρέπει να ασκούνται περισσότερο και να μη επιδιώκουν όσα αποναρκώνουν το σώμα, αλλά αντίθετα να το συνηθίζουν στην σκληραγώγηση, σκεπτόμενοι το λόγο του αποστόλου: όταν φαίνεται πως έχω χάσει κάθε δύναμη, τότε είμαι πραγματικά δυνατός (Β’ Κορ. 12, 10). Πίστευε πως τότε η δύναμη της ψυχής είναι μεγάλη, όταν εξασθενούν οι ηδονές του σώματος”.
Ο βιογράφος του, Μέγας Αθανάσιος, περιγράφει ότι έχοντας μόνο ψωμί και νερό ο Αντώνιος παρέμεινε ασκούμενος για πολλά ημερόνυχτα έγκλειστος μέσα σ’ έναν τάφο, όπου πολλοί δαίμονες, μετασχηματισμένοι σε άγρια θηρία και δηλητηριώδη ερπετά, φοβέριζαν και ενοχλούσαν με την παρουσία τους τον μεγάλο ασητή, προκαλώντας του αφόρητο σωματικό πόνο. Εκείνος “αναστέναζε μεν εξαιτίας του πόνου αυτού, αλλά με νηφαλιότητα και σα να τους κορόιδευε, έλεγε: Αν υπήρχε σε σας δύναμη, θα αρκούσε να μου επιτεθεί και μόνο ένας από όλους. Επειδή όμως σας έχει αχρηστέψει ο Κύριος, γι΄αυτό έστω κι αν προσπαθείτε να με φοβερίσετε με το πλήθος σας, είναι απόδειξη της αδυναμίας το να μιμείσθε τις μορφές των άλογων ζώων …”
Μετά την άσκηση και δοκιμασία αυτή είδε σε οπτασία τον Κύριο και του είπε: “Που ήσουν; Γιατί δεν ήρθες από την αρχή να μου σταματήσεις τα βασανιστήρια; Κι ακούστηκε τότε φωνή να του λέει: Αντώνιε, εδώ ήμουν· αλλά περίμενα να δω τον αγώνα σου. Επειδή λοιπόν έδειξες υπομονή και δε νικήθηκες, θα είμαι για πάντα συμπαραστάτης σου και θα κάνω να γίνεις παντού ξακουστός”. Ο Αντώνιος πήρε τόση δύναμη από τα λόγια του Κυρίου, ώστε αισθάνθηκε πως τώρα ήταν σε θέση να κάνει μεγαλύτερους πνευματικούς αγώνες. Όταν συνέβη αυτό ήταν τριάντα πέντε ετών.
Μετά το περιστατικό επισκέφθηκε έναν από τους γέροντες που έβλεπε όταν ήταν νεότερος και του ζήτησε να παραμείνει μαζί του για άσκηση. Επειδή όμως τότε δεν υπήρχε τέτοια συνήθεια, ο γέροντας του το αρνήθηκε. Έτσι ο Αντώνιος αποφάσισε και έφυγε για την έρημο, ενώ ο αρχέκακος διάβολος του έστηνε καθ’ οδόν παγίδες (με τον ασημένιο δίσκο ή τα χρυσά νομίσματα), προκειμένου να τον δελεάσει, γιατί φοβόταν ότι ο αγωνιστής αυτός του Χριστού θα γέμιζε την έρημο με ασκητές. Στην έρημο βρήκε πέρα απ’ το ποτάμι μία εγκαταλειμμένη καλύβα, που εξαιτίας του χρόνου ήταν γεμάτη ερπετά. Εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν, και ω του θαύματος, σα να τα κυνήγησε κάποιος, τα ερπετά εξαφανίστηκαν.
Στην καλύβα έμεινε για πολλά χρόνια, τρώγοντας μόνο ψωμί που του έφερναν και πίνοντας λίγο νερό. Προσευχόταν, αντιμετώπιζε με τη δύναμη του Κυρίου τους πειρασμούς των δαιμόνων “που χτυπούσαν και άφηναν άγριες φωνές και κραύγαζαν: Φύγε μακριά μας! Ποια σχέση έχεις εσύ με την έρημο; Δεν αντέχεις την επιθετικότητά μας”. Ο Αντώνιος όμως έμενε εκεί και δεν πάθαινε κανένα κακό από τους δαίμονες. Κι ούτε κουραζόταν από τον αγώνα. Έτσι πέρασε σχεδόν είκοσι χρόνια ασκητεύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, “χωρίς ούτε να βγει από την καλύβα, ούτε να τον επισκέπτεται κάποιος τακτικά”.
Ιδρύει μοναστήρια και κάνει θαύματα
Αφού πέρασαν αυτά τα είκοσι χρόνια, “επειδή πολλοί ποθούσαν και ήθελαν να ακολουθήσουν με ζήλο τον τρόπο της άσκησης του, κι ήρθαν και άλλοι γνωστοί και γκρέμισαν με βία την πόρτα της καλύβας του, αναγκάστηκε και βγήκε ο Αντώνιος, σαν από κάποιο απροσπέλαστο μέρος, μυημένος στα θεία κι έχοντας μέσα του τον Θεό”. Όσοι τον είδαν απόρησαν βλέποντας πως το σώμα του είχε την ίδια εμφάνιση: ούτε είχε παχύνει αφού ήταν έγκλειστο επί είκοσι χρόνια, ούτε είχε αδυνατίσει από την αυστηρή νηστεία και την πάλη με τους δαίμονες. Ο ψυχικός του κόσμος ήταν καθαρός. Διατηρούσε την ισορροπία του, διότι τον κυβερνούσε η λογική και η συμπεριφορά του ήταν φυσική.
Με τη χάρη του Κυρίου θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από αρρώστιες σωματικές. Άλλους απάλλαξε από δαιμόνια. Όσους ήταν λυπημένοι τους παρηγορούσε. Εκείνους που είχαν έχθρα μεταξύ τους τους συμφιλίωνε. Και προς όλους που τον επισκέπτονταν έλεγε να μη προτιμούν τίποτα απ’ όσα υπάρχουν στον κόσμο σε σύγκριση με την αγάπη στο Χριστό. Ο βιογράφος του Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει ότι “συζητώντας και προτρέποντας να σκέφτονται τα μελλοντικά αγαθά και την αγάπη που έδειξε σ’ εμάς ο Θεός…, έπεισε πολλούς να διαλέξουν τη μοναχική ζωή. Κι έτσι λοιπόν ιδρύθηκαν μοναστήρια και στα βουνά και η έρημος κατοικήθηκε από μοναχούς που πήγαν με τη θέληση τους και μιμήθηκαν ακριβώς τον ουράνιο τρόπο ζωής”.
Πολλά θαυμαστά γεγονότα επιτελέστηκαν με τις προσευχές και τι μεσιτείες του Αντωνίου σε άλλους ανθρώπους ή στον ίδιο και τους μοναχούς της συνοδείας του. Κάποτε, για παράδειγμα, χρειάστηκε να περάσει ο ίδιος την διώρυγα του Αρσενοϊτη, γιατί ήταν αναγκαίο να επισκεφθεί τους μοναχούς. Όμως η διώρυγα ήταν γεμάτη κροκοδείλους. Και μόνο που προσευχήθηκε, μπήκε κι αυτός και όλη η συνοδεία του και πέρασαν χωρίς να πάθουν τίποτα.
Άλλη φορά ξεκίνησε με κάποιους μοναχούς για να επισκεφθεί προς οικοδομή άλλο μοναστήρι. Σε μία καμήλα είχαν φορτώσει το ψωμί και το νερό τους για το δρόμο. Όταν, λόγω του μεγάλου καύσωνα, τελείωσε το νερό, κινδύνεψαν σοβαρά. Μη βρίσκοντας γύρω τους νερό, απελπίστηκαν. Έπεσαν οι μοναχοί στην άμμο και άφησαν την καμήλα να φύγει. Ο Αντώνιος τους λυπήθηκε. Πήγε πιο πέρα, γονάτισε και ύψωσε τα χέρια σε στάση θερμής προσευχής. Αμέσως ο Κύριος έκανε να αναβλύσει νερό στο σημείο στο οποίο προσευχόταν. Ήπιαν όλοι, συνήλθαν και συνέχισαν το δρόμο τους.
Στο σημείο που ασκήτευε με άλλους μοναχούς έρχονταν πολλοί επισκέπτες, Ανάμεσά τους και μερικοί άρρωστοι. Τους μεν επισκέπτες νουθετούσε με λόγια απλά. Με τους δε άρρωστους έπασχε και προσευχόταν μαζί τους. “Και πολλές φορές μάλιστα ο Κύριος τον άκουγε. Όμως, ούτε όταν εισακουόταν καμάρωνε, ούτε όταν δεν εισακουόταν γκρίνιαζε. Αλλά πάντοτε εκείνος μεν ευχαριστούσε τον Κύριο, τους δε αρρώστους προέτρεπε να δείχνουν υπομονή και να ξέρουν ότι η θεραπεία τους δεν εξαρτάται ούτε από τον ίδιο, ούτε γενικά από κάποιον άνθρωπο, αλλά μόνο από τον Θεό, ο οποίος δίνει την υγεία όταν και σε όποιους κρίνει”.
Κάποτε δύο μοναχοί, άγνωστοι μεταξύ τους, πορεύονταν προς το μοναστήρι του. Επειδή τους τελείωσε το νερό, ο μεν ένας πέθανε, ο δε άλλος ήταν ετοιμοθάνατος. Μη έχοντας κουράγιο να συνεχίσει την πορεία του, έπεσε κάτω και περίμενε να πεθάνει. Ο Αντώνιος, που καθόταν ψηλά στο βουνό, φώναξε δύο μοναχούς και τους παρότρυνε πιεστικά λέγοντας: Πάρτε μία στάμνα με νερό και τρέξτε στο δρόμο προς την Αίγυπτο. Διότι καθώς έρχονταν εδώ δύο άνθρωποι, ο μεν ένας μόλις πέθανε, ο δε άλλος πρόκειται να πεθάνει, αν δεν προλάβετε. Αυτό μου αποκαλύφθηκε τώρα, καθώς προσευχόμουν. Όταν οι δύο μοναχοί μετέφεραν τη στάμνα με το νερό, διαπίστωσαν ότι η αποκάλυψη ήταν αληθινή.
Πολλές φορές προέλεγε από μέρες γι’ αυτούς που θα τον επισκέπτονταν, καθώς και για το λόγο για τον οποίο θα έρχονταν. Γιατί άλλοι έρχονταν απλώς για να τον δουν, άλλοι γιατί ήταν άρρωστοι κι άλλοι γιατί υπέφεραν από δαιμόνια.
“Αυτά και άλλα πολλά θαύματα έχουν σχέση με τον Άγιο Αντώνιο. Και δεν πρέπει να δυσπιστούμε, ως προς τον αν έγιναν τόσο θαυμαστά γεγονότα δια του ανθρώπου. Διότι είναι υπόσχεση του Σωτήρα που λέει· αν έχετε πίστη έστω και σαν κόκκο σιναπιού, θα λέτε σ΄αυτό το βουνό: πήγαινε από ‘δω εκεί, και θα πηγαίνει· και τίποτα δεν θα είναι αδύνατο για σας (Ματθ. 17, 20). Και πάλι· σας βεβαιώνω πως αν ζητήσετε κάτι από τον Πατέρα στο όνομα μου, αυτός θα σας το δώσει (Ιω. 16, 23).
Εμπειρίες από τον πόλεμο των δαιμόνων
Στο βίο του Μεγάλου Αντωνίου, ο ιερός συγγραφέας άγιος Αθανάσιος περιλαμβάνει και μια εκτεταμένη ομιλία του πρώτου προς κάποια ομάδα μοναχών που τον είχε επισκεφθεί και ζητούσαν επίμονα ν’ ακούσουν από το στόμα του “λόγον αγαθόν”. Και ο μέγας ασκητής και καθηγητής της ερήμου, μεταξύ άλλων, τους μίλησε και για τις εμπειρίες του από τον πόλεμο που του έκαναν οι δαίμονες, όχι για να καυχηθεί, αλλά για την αγάπη τη δική τους και τη συμβουλή:
“Πόσες φορές δεν με καλοτύχισαν κι εγώ τους καταράστηκα στο όνομα του Κυρίου: Πόσες φορές δεν πρόβλεψαν για την πλημμύρα του ποταμού κι εγώ τους έλεγα· και τις σας μέλλει εσάς; Ήρθαν κάποτε απειλητικοί και με περικύκλωσαν σαν πάνοπλοι στρατιώτες. Και με τις προσευχές απομακρύνθηκαν από τον Κύριο. Ήρθαν κάποτε τη νύχτα, με μορφή φανταστικά φωτεινή, κι έλεγαν∙ήρθαμε να σου φωτίσουμε, Αντώνιε. Εγώ όμως, κλείνοντας τα μάτια προσευχόμουν κι αμέσως έσβησε το φως των ασεβών. Άλλη φορά ήρθαν κι έκαναν κρότο, σφύριζαν, χόρευαν. Καθώς εγώ προσευχόμουν…, άρχισαν να θρηνούν και να κλαίνε, σα να είχαν χάσει τη δύναμή τους, ενώ εγώ δοξολογούσα τον Κύριο, που γκρέμισε και εξευτέλισε το θράσος και τη μανία τους.
“Κάποτε που νήστευα ήρθε ο πονηρός σαν μοναχός, κρατώντας φανταστικά ψωμιά, και με συμβούλευε λέγοντας∙ φάε και σταμάτα να ταλαιπωρείσαι τόσο, άνθρωπος είσαι κι εσύ και θ’ αρρωστήσεις. Εγώ όμως κατάλαβα την παγίδα του και σηκώθηκα να προσευχηθώ. Εκείνος δεν άντεξα, γιατί εξαφανίστηκε και τον είδα να βγαίνει από την πόρτα σαν καπνός”. και κατέληξε, απευθυνόμενος στους μοναχούς: ” Ας έχετε υπόψη σας και το εξής, για να μην φοβάστε τους δαίμονες· όταν σου παρουσιαστεί μια ψεύτικη παράσταση, μη χάνεις εκ των προτέρων το θάρρος σου. Αλλά οποιαδήποτε κι αν είναι, πρώτα, ρώτησε με θάρρος· ποιος είσαι ΄συ κι από που; Κι αν μεν πρόκειται για οπτασία αγίων, σε ενημερώνουν και μετατρέπουν το φόβο σου σε χαρά. Αν όμως είναι διαβολική, αμέσως εξασθενίζει, βλέποντας ρωμαλέα τη σκέψη”.
Ενισχύει τους χριστιανούς, αποκηρύσσει τους αρειανούς
Η ασκητική ζωή του Μεγάλου Αντωνίου, τα θαύματα που επιτελούσε με τη χάρη του Θεού, η φήμη του που είχε εξαπλωθεί σ’ όλη την Αίγυπτο και πέραν αυτής, συνετέλεσαν ώστε σιγά σιγά να ιδρυθούν “και εν τοις ΄ρεσιν μοναστήρια και η έρημος επολήσθη μοναχών”.
Τον καιρό όμως εκείνο ενέσκηψε στην Εκκλησία ο διωγμός που έγινε στις ημέρες του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (έτος 311 μ.Χ.). Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: “Όταν οι χριστιανοί οδηγούνταν για μαρτύριο στην Αλεξάνδρεια, ακολούθησε και ο Αντώνιος αφήνοντας το μοναστήρι. Είπε: Ας πάμε κι εμείς να αγωνιστούμε, αν μας καλέσει ο Κύριος, ή για να δούμε αυτούς που αγωνίζονται. Και βέβαια επιθυμούσε να μαρτυρήσει, επειδή όμως δεν ήθελε να αυτοπαραδοθεί, υπηρετούσε τους ομολογητές τόσο στα μεταλλεία όσο και στις φυλακές. Και κατάλαβε μεγάλη προσπάθεια στο δικαστήριο να ενισχύει την αποφασιστικότητα εκείνων που καλούνταν να μαρτυρήσουν, ενώ εκείνους που οδηγούνταν στο μαρτύριο τους περισυνέλεγε και τους προέπεμπε μέχρι τον τάφο.
“Ο δικαστής, βλέποντας το θάρρος του Αντωνίου και των δικών του, καθώς και την μέριμνα τους γι’ αυτό, διέταξε να μη εμφανίζεται κανένας από τους μοναχούς στο δικαστήριο, ούτε να παραμένουν στην πόλη. Όλοι οι άλλοι μοναχοί έκριναν πως πρέπει να κρυφτούν εκείνη τη μέρα. Ο Αντώνιος όμως την επόμενη πήγε και στάθηκε σ’ ένα καλό σημείο μπροστά στον ηγεμόνα, ώστε να φαίνεται ολοκάθαρα απ’ αυτόν. Ενώ λοιπόν όλοι θαύμαζαν για την τόλμη του αυτή κι ο ηγεμόνας τον έβλεπε καθώς περνούσε με την συνοδεία του, εκείνος στεκόταν άφοβος, δείχνοντας το ζήλο που έχουν οι χριστιανοί. Διότι κι αυτός προσευχόταν να μαρτυρήσει. Ο ίδιος βέβαια έδινε την εντύπωση ότι λυπάται που δεν μαρτύρησε· ο Κύριος όμως τον προστάτεψε για τη δική μας και των άλλων την ωφέλεια, ώστε με την άσκηση που ο ίδιος έμαθε από την Αγία Γραφή, να γίνει δάσκαλος σε πολλούς άλλους. Διότι παρακολουθώντας και μόνο τον τρόπο της ζωής του, πολλοί έδειχναν πρόθυμοι να μιμηθούν το βίο του”.
Στα σχετικά με την πίστη θέματα υπήρξε αξιοθαύμαστος και ευσεβής. Ήταν η περίοδος που είχαν κάνει την εμφάνιση τους αρκετές αιρέσεις και σχίσματα. Ο Αντώνιος ούτε με τους σχισματικούς Μελιτιανούς επικοινώνησε ποτέ, ούτε με του Μανιχαίους ή κάποιους άλλους αιρετικούς μίλησε φιλικά, παρά μόνο για να συμβουλέψει να επιστρέψουν στην ορθή πίστη. Έτσι ακριβώς σιχαινόταν και την αίρεση των Αρειανών και έδινε εντολή σε όλους, ούτε να τους πλησιάζουν ούτε να πιστεύουν στις κακοδοξίες τους. Όταν λοιπόν κάποτε τον επισκέφθηκαν μερικοί φανατικοί Αρειανοί, αφού συζητώντας τους εξέτασε και κατάλαβε ότι ήταν κακόδοξοι, τους έδιωξε από τον τόπο λέγοντας ότι τα λόγια τους ήταν χειρότερα από δηλητήριο φιδιού.
Κάποτε οι Αρειανοί σκόπιμα διέδωσαν ότι ο Αντώνιος έχει τα ίδια μ’ αυτούς φρονήματα. Εκείνος, όταν το πληροφορήθηκε, αγανάκτησε και θύμωσε μαζί τους. Αργότερα, όταν τον παρακάλεσαν οι επίσκοποι και όλοι οι χριστιανοί, κατέβηκε από το βουνό, Πήγε στην Αλεξάνδρεια και αποκήρυξε τους Αρειανούς, λέγοντας ότι η αίρεση τους είναι η χειρότερη και πρόδρομος του αντιχρίστου. Προέτρεπε τους χριστιανούς να μη έχουν καμία σχέση με τους ασεβέστατους αιρετικούς διότι τίποτε κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι (Β’ Κορ. 6, 14).
Στην “ενδότερη έρημο”
Όταν ο Αντώνιος επέστρεψε από τη Αλεξάνδρεια στο μοναστήρι του, ένιωσε την επιθυμία να υποβάλει τον ευατό του σε μεγαλύτερη και συστηματικότερη άσκηση. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που το πλήθος των επισκεπτών τον ενοχλούσε, Δεν τον άφηναν να ασκητέψει ουσιαστικά, όπως θα ήθελε. Φοβήθηκε μήπως, απ’ όσα ο Κύριος κάνει δι’ αυτού, περηφανευτεί ή κάποιος τον θεωρήσει κάτι ανώτερο απ’ αυτό που είναι. Έτσι, σκέφθηκε και αποφάσισε ν’ αφήσει την έρημο Πισπίρ, όπου διέμενε, και να εγκατασταθεί στην έρημο Kolzim, στην Άνω Θηβαΐδα, κοντά στην Ερυθρά θάλασσα, όπου σήμερα σώζεται η κοπτική Μονή του Αγίου Αντωνίου.
Με τη συνοδεία κάποιων Σαρακηνών περπάτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Έφτασε “σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό, όπου υπήρχε καθαρό, γλυκό και πολύ κρύο νερό, ενώ πιο πέρα απλωνόταν μια πεδιάδα και κάποια απεριποίητα φοινικόδενδρα”. Στην αρχή ασκήτεψε στον τόπο αυτό μόνος του. Αργότερα, όταν οι αδελφοί μοναχοί έμαθαν τον τόπο που έμενε, σαν παιδιά που θυμούνται τον πατέρα τους, φρόντιζαν να του στέλνουν ψωμί. Για να μη ενοχλείται όμως από την επίσκεψή τους, ζήτησε και του έφεραν μια αξίνα, ένα τσεκούρι και λίγο σπόρο σιτάρι. Έτσι άρχισε να καλλιεργεί ένα χωράφι και να εξασφαλίζει τον επιούσιο άρτο του και λίγα λαχανικά. Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: “Στην αρχή, τα άγρια θηρία της ερήμου που έρχονταν να πιουν νερό, πολλές φορές έκαναν ζημιές στα σπαρτά και τις καλλιέργειες του Εκείνος, αφού έπιασε με χάρη ένα από τα θηρία, είπε προς όλα: Γιατί μου προκαλείτε ζημιές, ενώ εγώ δεν σας ενοχλώ; Φύγετε, και στο όνομα του Κυρίου να μη πλησιάσετε ξανά σ’ αυτά. Κι από τότε, σα να φοβήθηκαν την προσταγή, δεν πλησίασαν καθόλου στο χωράφι του”.
Αποστομώνει φιλοσόφους και συμβουλεύει βασιλείς
Ο Αντώνιος ήταν πολύ συνετός. Είναι μάλιστα άξιο θαυμασμού, ότι παρόλο που δεν έμαθε γράμματα ήταν και έξυπνος. Ο βιογράφος του αναφέρεται σε αρκετά περιστατικά που δείχνουν το σπινθηροβόλο πνεύμα και την κατάρτιση του καθηγητού της ερήμου?: “Κάποτε τον επισκέφθηκαν δύο ειδωλολάτρες φιλόσοφοι, νομίζοντας ότι μπορούσαν να πειράξουν τον Αντώνιο. Τότε βρισκόταν στο “έξω βουνό”. την ενδότερη έρημο. Όταν απ΄το πρόσωπο τους κατάλαβε, αφού βγήκε να τους υποδεχτεί, με τη βοήθεια του διερμηνέα είπε: Γιατί κουραστήκατε τόσο, ω φιλόσοφοι, για να συναντήσετε έναν αμόρφωτο άνθρωπο; Όταν του απάντησαν, πως αυτός δεν είναι αμόρφωτος αλλά πολύ συνετός, τους είπε∙ αν μεν ήρθατε για κάποιον αμόρφωτο, άδικος ο κόπος σας. Αν πάλι με θεωρείτε συνετό, να γίνετε ότι κι εγώ∙ γιατί πρέπει να μιμούμαστε τα καλά. Κι αν βέβαια ερχόμουν εγώ προς εσάς, θα σας έμοιαζα. Αφού όμως ήρθατε εσείς σ’ εμένα, να γίνετε ότι κι εγώ διότι είμαι χριστιανός. Εκείνοι θαυμάζοντας γύρισαν πίσω”.
Άλλη φορά κάποιοι θέλησαν να τον ταπεινώσουν επειδή δεν είχε μάθει γράμματα. Ο Αντώνιος τους λέει: Τι είναι πρώτο, το μυαλό ή τα γράμματα; Και ποιο από τα δύο είναι αίτιο του άλλου; Όταν εκείνοι απάντησαν ότι πρώτο είναι το μυαλό που επινόησε και τα τα γράμματα, τους είπε: Σ’ εκείνον που το μυαλό είναι υγιές, σ’ αυτόν δεν είναι αναγκαία τα γράμματα! Έφυγαν κι εκείνοι εντυπωσιασμένοι από την απάντηση του.
Αργότερα τον επισκέφθηκαν κάποιοι σοφοί εθνικοί, θέλοντας να συζητήσουν μαζί του για την πίστη των χριστιανών στο Χριστό και για το κήρυγμα του Σταυρού, με πρόθεση να ειρωνευτούν. Αφού εκείνος καταρχήν τους συμπόνεσε για την άγνοιά τους, είπε: “Τι είναι καλύτερο∙ να ομολογεί κανείς το Σταυρό, ή ν’ αποδίδει σ’ αυτούς που εσείς ονομάζετε θεούς πράξεις μοιχείας και βιασμού παιδιών; Διότι αυτό που εμείς πιστεύουμε είναι αποδεικτικό στοιχείο ανδρείας και γνώρισμα περιφρόνησης του θανάτου, τα δικά σας όμως είναι πάθη ακολασίας… Όσον αφορά στο Σταυρό, τι θα λέγατε ότι είναι προτιμότερο: Να υπομένει κανείς Σταυρό … και να μη φοβάται τον επερχόμενο θάνατο, ή να διηγείται μύθους για τις πλάνες του Όσιρη και της Ίσιδας και τις δολοπλοκίες του Τυφώνα και τη φυγή του Κρόνου και το φάγωμα των παιδιών και τις πατροκτονίες; Διότι αυτά είναι τα δικά σας σοφά. Γιατί όμως, ενώ ειρωνεύεστε το Σταυρό, δεν θαυμάζετε την Ανάσταση; Διότι εκείνοι που είπαν τα σχετικά με το Σταυρό, έγραψαν και γι’ αυτόν. Μου φαίνεται ότι αδικείτε πολύ τον εαυτό σας. γιατί δεν διαβάσατε προσεκτικά τις γραφές μας.
Αλλά μελετήσατε με προσοχή και θα δείτε, ότι αυτά που έκανε ο Χριστός, αποδεικνύουν πως είναι Θεός που ήρθε στη γη για τη σωτηρία των ανθρώπων”.
Αυτά κι άλλα παρόμοια λόγια είπε ο Αντώνιος στους φιλοσόφους. Εκείνοι δε, θαυμάζοντας αναχώρησαν χαιρετώντας τον θερμά και ομολογώντας ότι είχαν ωφεληθεί απ’ αυτόν.
Η φήμη γύρω από τον Αντώνιο έφτασε και μέχρι τα βασιλικά ανάκτορα στην Κωνσταντινούπολη. Όταν τα έμαθαν αυτά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας και οι γιοι του Κωνσταντίνος και Κώνστας, του έγραφαν σαν σε πατέρα και παρακαλούσαν να τους απαντήσει. Ο Αντώνιος ούτε τις επιστολές θεωρούσε σαν κάτι σπουδαίο, ούτε χαιρόταν γιατί τις λάμβανε. Και παρέμενε ο ίδιος. Έλεγε μάλιστα στους μοναχούς: Μη θαυμάζετε επειδή γράφει σ’ εμάς ο αυτοκράτορας, γιατί κι αυτός άνθρωπος είναι. Πιο πού να θαυμάζετε, για το ότι ο Θεός έγραψε το Νόμο στους ανθρώπους και μίλησε σ’ αυτούς με τον ίδιο του τον Υιό (πρβλ. Εβρ. 1, 2).
Στις επιστολές δεν ήθελε ν’ απαντάει. Επειδή όμως τον προέτρεψαν οι μοναχοί με το επιχείρημα ότι και οι αυτοκράτορες είναι χριστιανοί, προκειμένου να μη σκανδαλιστούν, τους απαντούσε, συμβουλεύοντας τα σχετικά με την σωτηρία. Τους συνιστούσε να μη θεωρούν σπουδαία τα παρόντα, αλλά να θυμούνται περισσότερο τη μέλλουσα κρίση και να γνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός και αιώνιος βασιλιάς. Τους παρακινούσε επίμονα να είναι φιλάνθρωποι και να φροντίζουν για το δίκαιο και τους φτωχούς. Εκείνοι, όταν έπαιρναν τις απαντήσεις, χαίρονταν. Έτσι απ’ όλους ήταν αγαπητός κι όλοι επέμεναν να τον έχουν πνευματικό πατέρα.
Τα χαρίσματά του
Και δεν είχαν άδικο. Διότι Ο Αντώνιος είχε προικισθεί με πολλά χαρίσματα, ενώ και άλλα τα απέκτησε με την έντονη ασκητική ζωή, την επίμονη προσευχή, τις αυστηρές νηστείες.
Όταν κάποτε επρόκειτο να φάει και σηκώθηκε για να προσευχηθεί, αισθάνθηκε ότι συναρπάζεται νοερά. Έβλεπε τον ευατό του σα να είχε βγει έξω από το σώμα του και σα να οδηγούνταν από κάποιους στον αέρα. Άλλοι όμως κακοί και φοβεροί ήθελαν να λογαριαστούν μαζί του από την ημέρα που γεννήθηκε.
Οι πρώτοι που τον οδηγούσαν δεν επέτρεπαν στους κακούς, λέγοντάς τους. Όσα αμαρτήματα διέπραξε από τη γέννησή του, ο Κύριος τα έσβησε. Από τότε που έγινε μοναχός κι έδωσε υπόσχεση στον Θεό, σας επιτρέπεται να κάνετε λόγο. Κι επειδή μόνο τον κατηγορούσαν χωρίς να αποδεικνύουν, ελευθερώθηκε κι έμεινε χωρίς εμπόδια ο δρόμος. Αμέσως είδε τον εαυτό του να συνέρχεται. Τότε, ξεχνώντας ο ίδιος να φάει, παρέμεινε την υπόλοιπη μέρα και νύχτα στενάζοντας και προσευχόμενος και θαύμαζε διαπιστώνοντας με πόσους έχουμε να παλαίψουμε και με πόσους κόπους πρόκειται να διαβούμε τον αέρα (πρβλ. Εφεσ. 2, 2).
Ο Αντώνιος είχε και το εξής χάρισμα. Μένοντας μόνος του πάνω στο βουνό, αν καμιά φορά είχε κάποια απορία και ζητούσε να του λυθεί, προσευχόταν και η απάντηση του αποκαλυπτόταν από την θεία πρόνοια. Και ο μακάριος αυτός άνθρωπος είχε γίνει θεοδίδακτος (πρβλ. Ιω. 6, 45).
Ακόμα, ήταν ανεξίκακος και ταπεινός στην ψυχή. Κι ενώ ήταν τόσο μεγάλος, όχι μόνο τιμούσε υπερβολικά την τάξη της Εκκλησίας, αλλά ήθελε να προηγείται απ’ αυτόν στο σεβασμό κάθε κληρικός. Γι’ αυτό και στους μεν επισκόπου και πρεσβυτέρους δεν ντρεπόταν να σκύψει με σεβασμό το κεφάλι, αν δε κάποιος διάκονος τον επισκεπτόταν καμιά φορά, συζητούσε μαζί του για να τον ωφελήσει, όμως του παραχωρούσε το προβάδισμα για την προσευχή.
Αλλά και το πρόσωπό του είχε πολλή και παράξενη χάρη. Ως προς το ύψος και το βάρος του σώματος δεν διέφερε από τους άλλους∙ υπερτερούσε όμως ως προς την ποιότητα του χαρακτήρα και την καθαρότητα της καρδιάς, επειδή είχε ήρεμη ψυχή και οι εξωτερικές του αισθήσεις ήταν ήρεμες. Εξαιτίας της χαρά της ψυχής του είχε και την μορφή του ιλαρή, Και από τος κινήσεις του σώματός του μπορούσε κανείς να καταλάβει και την κατάσταση της ψυχής του (πρβλ. Παροιμ. 15,13).
Ποτέ του δεν ήταν ταραγμένος αφού η ψυχή του ήταν ήρεμη. Και ποτέ δεν φαινόταν σκυθρωπός, αφού οι ψυχικές του λειτουργίες ήταν χαρούμενες.
Επιγραμματικά ο Μέγας Αθανάσιος συνοψίζει σε λίγες φράσεις το τι ήταν ο Αντώνιος ενόσω ζούσε. Γράφει: “Ήταν σαν γιατρός που δόθηκε από τον Θεό στην Αίγυπτο. Διότι, ποιος στεναχωρημένος τον συναντούσε και δεν γύριζε πίσω χαρούμενος; Ποιος ερχόταν κλαίγοντας για τους δικούς του που είχαν πεθάνει και δεν έδιωχνε αμέσως το πένθος; Ποιος οργισμένος ερχόταν σ’ αυτόν και δεν μετατρεπόταν η οργή του σε αγάπη; Ποιος φτωχός απογοητευμένος δεν τον συναντούσε κι ακούγοντας και βλέποντάς τον δεν περιφρονούσε τον πλούτο και δεν παρηγοριόταν για τη φτώχεια του; Ποιος μοναχός που είχε πέσει στην αδιαφορία και τον επισκέφθηκε, δεν έγινε ακόμα πιο δυνατός; Ποιος νέος που ήρθε στο βουνό κι είδε τον Αντώνιο δεν απαρνήθηκε τις ηδονές και δεν αγάπησε τη σωφροσύνη; Ποιος απ’ αυτούς που πειραζόταν απ’ τους δαίμονες, δεν ήρθε σ’ αυτόν και δεν θεραπεύτηκε; Ποιος απ’ εκείνους που ενοχλούσαν οι αμαρτωλές σκέψεις δεν ερχόταν στον Αντώνιο και δεν γαλήνευε το μυαλό του;”
Αλλά και από μακρινά μέρη έρχονταν προς αυτόν. Κι αφού έπαιρναν πνευματική ωφέλεια, γύριζαν πίσω σα να τους ξεπροβόδιζε πατέρας. Όταν μάλιστα κοιμήθηκε αυτός, σα να έμειναν ορφανοί από πατέρα, παρηγορούσαν τον εαυτό τους μόνο με την ανάμνηση του, διατηρώντας συνάμα μέσα τους τις νουθεσίες και τις συμβουλές του.
Διδαχές προς μοναχούς (και λαϊκούς)
Από την εμπνευσμένη και εκτενή ομιλία του Μεγάλου Αντωνίου προς μοναχούς, την οποία παραθέτει ο βιογράφος του άγιος Αθανάσιος, επιλέγουμε μερικά αποσπάσματα, από τα οποία φαίνεται η σοφή γνώση και εμπειρία του καθηγητού της ερήμου πάνω στα πνευματικά θέματα.
Ας υπάρχει για όλους κοινή η εξής μέριμνα: Να μην ενδώσουμε, ούτε να βαρυγκομούμε εξαιτίας των κόπων, ούτε να λέμε· πολλά χρόνια είμαστε στην άσκηση. Αλλά ν’ αυξήσουμε το ζήλο μας περισσότερο, σα ν’ αρχίζουμε την άσκηση κάθε μέρα για πρώτη φορά, Διότι όλη η ζωή των ανθρώπων είναι πολύ σύντομη, αν συγκριθεί προς τους αιώνες της μέλλουσας ζωής. Ώστε, ας μη χάνουμε το θάρρος μας, ούτε να νομίζουμε ότι ασκούμαστε πολλά χρόνια, ή ότι κάνουμε κάτι σπουδαίο.
Ας μη έχει κανείς από μας ούτε την επιθυμία ν’ αποκτάει υλικά πράγματα. Γιατί ποιο θα είναι το κέρδος ν’ αποκτήσουμε αυτά, που δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας; Και γιατί να μην αποκτούμε εκείνα, τα οποία μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, όπως τη φρόνηση, την δικαιοσύνη, τη ανδρεία, τη σύνεση, την αγάπη, την ελεημοσύνη, την πίστη στο Χριστό, την πραότητα, τη φιλοξενία; Αποκτώντας αυτά, θα τα συναντήσουμε στον ουρανό που θα έχουν πάει πριν από μας για να μας προετοιμάσουν φιλοξενία.
Αν ζούμε καθημερινά με την αίσθηση του θανάτου, δεν θα αμαρτήσουμε. Αυτός ο λόγος έχει και τη σημασία πως πρέπει, όταν ξυπνούμε το πρωί να θεωρούμε ότι δεν θα ζούμε ως το βράδυ∙ κι όταν πρόκειται να κοιμηθούμε, να πιστεύουμε ότι δεν θα σηκωθούμε το πρωί, διότι απ’ τη δύση του αυτό είναι άγνωστο και η ζωή μας μετριέται καθημερινά από τη θεία πρόνοια. Έχοντας αυτά τα αισθήματα και ζώντας καθημερινά έτσι, ούτε θα αμαρτήσουμε, ούτε θα έχουμε επιθυμία για κάτι κακό.
Όταν ακούτε για την αρετή να μην παραξενεύεστε. Γιατί δεν βρίσκεται μακριά από μας, ούτε στέκεται έξω από μας… Η αρετή έχει ανάγκη μόνο από την θέληση μας, διότι αποκτάται όταν η ψυχή εκ φύσεως επιθυμεί τα πνευματικά. Κι επιθυμεί τα πνευματικά, όταν παραμένει όπως δημιουργήθηκε∙ και δημιουργήθηκε καλή και δίκαιη.
Δεν πρέπει να καμαρώνουμε όταν διώχνουμε δαιμόνια, ούτε να υπερηφανευόμαστε όταν θεραπεύουμε αρρώστιες. Κι ούτε να θαυμάζουμε μόνο εκείνον που διώχνει δαιμόνια και να περιφρονούμε όποιον δεν έχει αυτή τη δύναμη.
Διότι το να κάνουμε θαύματα δεν είναι δική μας υπόθεση. Αυτό είναι έργο του Σωτήρα, ο οποίος έλεγε στους μαθητές του∙ μη χαίρεστε επειδή σας υπακούνε τα δαιμονικά πνεύματα∙ μάλλον να χαίρεστε που τα ονόματα σας έχουν γραφτεί στον ουρανό (Λουκ. 10, 10). Διότι το να γραφτούν τα ονόματα μας στον ουρανό, είναι απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, ενώ το να διώχνουμε δαιμόνια είναι χάρισμα που μας δόθηκε από τον Σωτήρα.
Πρέπει να προσευχόμαστε, όχι για να αποκτήσουμε το προορατικό χάρισμα, ούτε και να το ζητούμε αυτό σαν ανταμοιβή για την ασκητική ζωή, αλλά για να γίνει βοηθός μας ο Κύριος στην νίκη κατά του διαβόλου. Αν όμως μας ενδιαφέρει και το προορατικό χάρισμα, ας είμαστε καθαροί στη σκέψη. Γιατί εγώ πιστεύω ότι η ψυχή που διατηρείται απ’ όλα καθαρή και στέκεται στην φυσική της κατάσταση (όπως δημιουργήθηκε από τον Θεό), μπορεί ν’ αποκτήσει το διορατικό χάρισμα …, έχοντας μαζί της τον Κύριο.
Το μακάριο τέλος του Μεγάλου Αντωνίου
Ο Μέγας Αντώνιος είχε φτάσει σε ηλικία τα 105 χρόνια! Παρά ταύτα, όπως το συνήθιζε, επισκεπτόταν τους μοναχούς που ασκήτευαν στον “έξω βουνό”, στην έρημο Πισπίρ. Όταν, φωτισμένος από τη θεία πρόνοια, προαισθάνθηκε το τέλος της επίγειας ζωής του, τους επισκέφθηκε για μια ακόμη φορά και τους είπε: Αυτή η επίσκεψη θα είναι η τελευταία και δεν ξέρω αν θα ξαναϊδωθούμε. Ακούγοντας τον οι μοναχοί έκλαιγαν και τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Αυτός όμως, όπως γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, “σα να έφευγε από μια ξένη πόλη για τη δική του, συζητούσε χαρούμενος και τους προέτρεπε να μη δείχνουν αμέλεια στους κόπους, ούτε να απογοητεύονται κατά την άσκηση. Αλλά να ζουν σα να πεθαίνουν κάθε μέρα. Να φροντίζετε ώστε να φυλάγετε την ψυχή σας από ακάθαρτες σκέψεις και να μιμείσθε τους αγίους. Να μη πλησιάζετε τους αιρετικούς Μελιτιανούς και Αρειανούς, διότι γνωρίζετε τον πονηρό και βέβηλο σκοπό τους και η ασέβεια τους είναι φανερή σε όλους. Ούτε αν δείτε να τους προστατεύουν οι δικαστές να χάνετε την ηρεμία σας. Γι’ αυτό να διατηρείτε τον εαυτό σας καθαρό απ’ αυτούς και να κρατάτε και των πατέρων την παράδοση και πριν απ’ όλα την ευσεβή πίστη στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, την οποία έχετε μεν μάθει από τις Γραφές, αλλά κι εγώ πολλές φορές σας την υπενθύμισα”.
Ενώ δε οι μοναχοί τον πίεζαν να μείνει κοντά τους και να πεθάνει εκεί, ο Αντώνιος δεν το δεχόταν. Γι’ αυτό έφυγε και επέστρεψε στο “μέσα βουνό” (το ενδότερον όρος), όπου μόναζε. Μετά από λίγους μήνες αρρώστησε. Κι αφού κάλεσε τους δύο μοναχούς, που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έμεναν μαζί του και τον εξυπηρετούσαν στα γεράματά του, τους είπε:
“Εγώ, όπως είναι γραμμένο, ακολουθώ το δρόμο των πατέρων (πρβλ. Ιησ. Ναυή 23, 15), διότι βλέπω τον εαυτό μου να καλείται από τον Κύριο. Εσείς όμως αγρυπνάτε για να μη πάει χαμένη η πολυετής άσκηση σας, αλλά σα να κάνετε τώρα αρχή φροντίστε να διατηρείτε την προθυμία σας. Γνωρίζετε τους δαίμονες που σας επιτίθενται, ξέρετε πόσο άγριοι είναι, αλλά αδύναμοι στην ισχύ τους. Μη τους φοβηθείτε λοιπόν, αλλά περισσότερο να αναπνέετε πάντοτε το Χριστό και σ’ αυτόν να πιστεύετε. Να ζείτε σα να πεθαίνετε κάθε μέρα, προσέχοντας τον ευατό σας και ενθυμούμενοι τος συμβουλές που ακούσατε από μένα, … και φροντίστε περισσότερο να είστε μεταξύ σας ενωμένοι, κυρίως βέβαια με τον Κύριο, έπειτα δε και με τους αγίους. Ώστε μετά τον θάνατο σας να σας υποδεχτούν κι αυτοί στις αιώνιες σκηνές σαν φίλους και γνωστούς σας. Αυτά να σκέπτεστε, αυτά να έχετε ως φρόνημα”.
Έπειτα ζήτησε από τους δύο αφοσιωμένους μοναχούς, μόλις πεθάνει, να θάψουν το σώμα του και να το κρύψουν κάτω από το χώμα, ώστε κανένας να μη ξέρει τον τόπο της ταφής του. Τους είπε χαρακτηριστικά: Εγώ, κατά την ανάσταση των νεκρών, θα το πάρω και πάλι από το Σωτήρα άφθαρτο.
Ύστερα μοίρασε τα υπάρχοντά του, λέγοντας τους, στον με Αθανάσιο (τον πατριάρχη Αλεξανδρείας και μετέπειτα βιογράφο του) να δώσουν μία μηλωτή “και το ρούχο εκείνο που είχα για στρώμα, το οποίο εκείνος μου είχε δώσει καινούργιο και σ’ εμένα πάλιωσε”, στον δε επίσκοπο Σαραπίωνα την άλλη μηλωτή. Οι δύο μοναχοί θα κρατούσαν το τρίχινο ρούχο του. “Και τώρα”, τους είπε, “φυλάγεστε, παιδιά μου, διότι ο Αντώνιος φεύγει από την παρούσα ζωή και δεν θα είναι πια μαζί σας”.
Αφού είπε αυτά τα τελευταία λόγια, οι δύο μοναχοί τον ασπάστηκαν. Ο μακάριος Αντώνιος άπλωσε τα πόδια του και βλέποντας ως φίλους εκείνους που τον είχαν επισκεφθεί, γεμάτος χαρά γι’ αυτούς πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες. Οι δύο μοναχοί, καθώς τους είχε παραγγείλει, αφού τον περιτύλιξαν και τον κήδεψαν, έθαψαν το σώμα του στη γη. Και έκτοτε κανένας δεν γνωρίζει που είναι θαμμένος.
Αυτό υπήρξε το τέλος της επίγειας ζωής του, γράφει ο Μέγας Αθανάσιος, κι εκείνη η αρχή της άσκησης του. Και παρόλο που όσα εκθέτουμε είναι λίγα σε σύγκριση με την αρετή του, παίρνοντας αφορμή απ’ αυτά, σκεφθείτε ποιος υπήρξε ο άνθρωπος του θεού Αντώνιος, που από τα νιάτα του μέχρι και τα βαθιά γεράματά του διατήρησε αμείωτη την προθυμία για άσκηση. Κι όμως σε όλα του διατηρήθηκε υγιής:
“Διότι και τα μάτια του δεν είχαν πρόβλημα κι έβλεπε καλά, κι από τα δόντια του δεν είχε πέσει ούτε ένα … Αλλά και στα πόδια και τα χέρια παρέμενε υγιής και σε σύγκριση γενικά με όλους εκείνους που κάνουν χρήση ποικιλίας τροφής και λουτρών και διαφόρων ενδυμάτων, αυτός φαινόταν πολύ πιο χαρούμενος και έδειχνε πιο ακμαίος. Και το ότι η φήμη του είχα φτάσει παντού κι όλοι τον θαύμαζαν, ενώ κι όσοι δεν το είχαν καν ιδεί τον αγαπούσαν, είναι γνώρισμα της αρετής και της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος έγινε γνωστός όχι από τα συγγράμματα του, ούτε από την κοσμική σοφία του ή από κάποια τέχνη, αλλά εξαιτίας της θεοσέβειας του. Κι αυτό δεν θα μπορούσε κανένας να αρνηθεί ότι υπήρξε δώρο του Θεού. Διότι από που έγινε ξακουστός στην Ισπανία και στη Γαλλία και στη Ρώμη και στην Αφρική (και σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο), ενώ ζούσε αφανής και στην έρημο, αν δεν ήταν ο Θεός που κάνει γνωστούς παντού τους δικούς του ανθρώπους; Έστω κι αν αυτό εργάζονται αθόρυβα,, έστω κι αν θέλουν να μη φαίνονται, όμως ο Κύριος τους προβάλλει σε όλους σαν φώτα, ώστε και ν’ αυτό τον τρόπο οι χριστιανοί να γνωρίζουν, ότι οι εντολές του Θεού είναι δυνατό να εφαρμοστούν και να παίρνουν θάρρος για την ενάρετη ζωή”.
Ο Μέγας Αντώνιος εκοιμήθη εν Κυρίω το έτος 356 και η μνήμη του τιμάται στις 17 Ιανουαρίου.