Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας, που είναι στη Μ. Ασία, γύρω στα 250 μ.Χ. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και καλής οικονομικής καταστάσεως. Ακολούθησε τον σκληρό, αλλά άγιο δρόμο της ασκήσεως, από μικρός.
Σαν έγινε παιδί του Σχολείου, ήταν επιμελής. Έφευγε μακρυά από συζητήσεις απρεπείς. Δεν ήθελε ποτέ του άτακτες παρέες. Προτιμούσε, αντί των παιγνιδιών, τις συναναστροφές των ηλικιωμένων. Κοντά στους μεγάλους και στους γέροντες άκουε συμβουλές και παραδείγματα, πού τον ωφελούσαν ψυχικά. Άκουε για τους εχθρούς, πού απειλούν την ψυχή και το χαρακτήρα του ανθρώπου. Μάθαινε για τις παγίδες, πού στήνει ο σατανάς στη ζωή των εναρέτων κι έβγαζε πολύτιμα συμπεράσματα.
Όταν όμως ήταν αρκετά μικρός, ο ένας μετά τον άλλο πέθαναν οι ευσεβείς γονείς του, αφήνοντάς του αρκετή περιουσία. Μπορούσε τώρα με αυτή να ζήσει και να καλοπεράσει ο Νικόλαος. Μπορούσε να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα το δεχόταν ποτέ. Ποτέ δεν έβαζε τον εαυτό του μπροστά. Αυτός σκεπτόταν τους άλλους. Ο νους του έτρεχε στους δυστυχείς, στους ασθενείς, στους φτωχούς, στους αδικημένους και τους πεινασμένους, που ήταν παιδιά του Θεού και αδέλφια δικά του.
Πώλησε, λοιπόν, την περιουσία του και την διέθεσε όλη για τις ανάγκες των φτωχών και αδυνάτων. Έθρεψε, με το αντίτιμο της περιουσίας, ορφανά και χήρες. Έντυσε γυμνούς, δυστυχισμένους. Ανακούφισε απελπισμένους.
Σώζει τρεις αγνές νέες
Στην εποχή του Αγίου Νικολάου, ζούσε στα Πάταρα της Λυκίας, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που είχε τρεις ωραίες θυγατέρες. Ήρθε όμως κάποια ημέρα, που έχασε τα πλούτη του. Η φτώχεια του έγινε μεγάλη και ανυπόφορη. Στην απελπισία του σκέφτηκε να κλείσει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να εξοικονομεί χρήματα αρκετά, ώστε να περνούν και πάλι μια ζωή άνετη!
Την ίδια ημέρα όμως, το πληροφορήθηκε κι ο Άγιος Νικόλαος. Έδεσε τότε σ’ ένα μαντήλι τρακόσια χρυσά νομίσματα, τρακόσιες σημερινές λίρες, σαν να πούμε, και μόλις νύκτωσε πλησίασε το σπίτι του άλλοτε πλουσίου, κι από ένα ανοιχτό παραθυράκι πέταξε το μαντήλι με τα νομίσματα μέσα στο δωμάτιο.
Το πρωΐ που ξύπνησε ο πτωχεύσας πλούσιος κακόκεφος, βρήκε στη μέση του δωματίου το μαντήλι με τα χρήματα. Γεμάτος τότε χαρά και αγαλλίαση, την ίδια κι όλας ημέρα πάντρεψε την πιο μεγάλη του κόρη με έναν πλούσιο της πόλεως, που την ήθελε. Τους έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα. Ο Θεός, σκέφτηκε, θα βρει τον τρόπο και για την ευτυχία των άλλων κοριτσιών μου…
Ο Άγιος, αφού είδε, ότι τα χρήματά του εκείνα πιάσανε τόπο, όπως ήθελε ο Θεός, και έγινε ο γάμος, μια άλλη νύχτα έβαλε άλλα τρακόσια νομίσματα σ’ ένα μαντήλι και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας.
Ο πατέρας με τα χρήματα αυτά πάντρεψε και την δεύτερη θυγατέρα του. Ο Θεός, έλεγε, που τα εξοικονόμησε, για τις δύο μου κόρες, θα φροντίσει και για την τρίτη.
Από την ημέρα όμως εκείνη επρόσεχε πάντοτε τη νύχτα αν ξανάρθει ο άγνωστος ευεργέτης, να τρέξει να τον δει ποιος είναι. Και το κατόρθωσε.
Ο Άγιος βλέποντας, ότι πάντρεψε και την δεύτερη κόρη έβαλε πάλι σ’ ένα μαντήλι άλλα τρακόσια χρυσά νομίσματα και πήγε κρυφά και προσεκτικά και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι.
Ο πατέρας των κοριτσιών είχε όμως τον νου του κι αγρυπνούσε. Μόλις άκουσε τον κτύπο, άνοιξε αμέσως την πόρτα και έτρεξε πίσω από τον Άγιο. Ο Νικόλαος μόλις κατάλαβε, ότι τον αντελήφθησαν άρχισε να τρέχει, θέλοντας να ξεφύγει από τα μάτια του ευεργετουμένου και να μείνει άγνωστος. Εκείνος όμως, που τόσο ευεργετήθηκε από τον άγνωστο σωτήρα του, έτρεξε πιο πολύ και τον έφτασε. Μόλις τον είδε τον γνώρισε. Έπεσε στα πόδια του και τον ευχαρίστησε θερμά.
Την άλλη ημέρα πάντρεψε και την μικρότερή του κόρη. Τρεις γάμοι ευτυχισμένοι πήραν την θέση τους, εκεί που άλλοτε απειλούσε ο ξεπεσμός και η διαφθορά. Και ο ευτυχής πλέον πατέρας των κοριτσιών, πέρασε με ευτυχία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Κι ο Άγιος περνούσε τις ημέρες του με ελεημοσύνες, με προσευχή και νηστεία.
Σταματάει την τρικυμία
Κάποτε ο Άγιος ανεχώρησε με ένα Αιγυπτιακό καράβι, για τα Ιεροσόλυμα. Μαζί του ήταν και πολλοί Χριστιανοί, που πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους. Τη νύκτα βλέπει ο Άγιος στον ύπνο του, ότι ο διάβολος έκοβε τα σχοινιά του καταρτιού στο καράβι. Μόλις ξύπνησε το πρωί είπε στους ναύτες:
– Σήμερα θα μας βρει μεγάλη τρικυμία και θα υποφέρουμε πολύ. Προσευχηθείτε στον Θεό και θα μας φυλάξει από τα κύματα.
Σε λίγο φύσηξε ισχυρός άνεμος και έγινε θαλασσοταραχή μεγάλη. Τα χάσανε όλοι και περίμεναν τον θάνατο.
Ο Άγιος προσευχήθηκε τότε θερμά στον Κύριο και ο άνεμος σταμάτησε. Γαλήνεψε η θάλασσα και όσοι ήταν στο πλοίο ανακουφίστηκαν.
Ανασταίνει τον ναύτη
Την ώρα όμως της μεγάλης τρικυμίας κάποιος ναύτης ανέβηκε στο κατάρτι, για να δέσει τα σχοινιά. Κατεβαίνοντας όμως έπεσε στο κατάστρωμα του πλοίου και έμεινε νεκρός. Ο Άγιος Νικόλαος παρακάλεσε τότε τον Θεό να τον αναστήσει. Και ω του θαύματος! Ο πεθαμένος ναύτης αναστήθηκε σαν να ξύπνησε από ελαφρό ύπνο.
Εκλέγεται Αρχιερεύς
Κοντά στα Πάταρα ήταν μια πόλη, που την έλεγαν Μύρα. Όταν πέθανε ο Αρχιερεύς της πόλεως εκείνης, ζητούσαν να βρουν ένα καλό και άξιο Αρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπόν οι επίσκοποι και κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων, για να εκλέξουν Αρχιερέα. Σαν τέτοιο ομόφωνα εξέλεξαν τον Νικόλαο που ήταν ήδη ιερεύς, φημισμένος για την αγιότητα του βίου του.
Ο Άγιος για να φροντίζει την ψυχή του, εκοπίαζε τώρα ως αρχιερεύς πολύ. Πονούσε, αγρυπνούσε, νήστευε, προσευχόταν. Η φιλανθρωπική δράσις του Αγίου μεγάλωσε πολύ όταν έγινε αρχιερεύς. Έκανε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες πάντοτε αθόρυβα. Προσπαθούσε να μη τις ξέρουν ούτε οι κοντινότεροί του. Ίδρυσε πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα Ιδρύματα.
Ήταν πράος, ταπεινός και αγαθός, αλλά έδειχνε, όταν έπρεπε, και την επιβαλλόμενη αυστηρότητα. Στους θρασείς και τους αδίκους ήξερε να χρησιμοποιεί σαν ποιμένας, τη ράβδο. Πολλές φορές έλεγχε και φοβέριζε αδίκους πλουσίους, προκειμένου να υπερασπίσει χήρες, ορφανά και αδυνάτους.
Στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ραπίζει τον Άρειο
Την εποχή εκείνη παρουσιάστηκε στην Αλεξάνδρεια ένας άνθρωπος μορφωμένος, που τον έλεγαν Άρειο. Αυτόν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο Άγιος Πέτρος ο μάρτυς, τον χειροτόνησε Διάκονο. Εκείνος όμως άρχισε μετά την χειροτονία του να λέγει πράγματα αιρετικά. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός αλλά κτίσμα του Θεού. «Ην καιρός, ότε ουκ ην ο Υιός…».
Όταν το έμαθε ο Αρχιερεύς, τον έδιωξε από διάκονο. Μετά τον θάνατο όμως του Αγίου Πέτρου, ανέλαβε Πατριάρχης, ο Αχιλλάς. Αυτός έφερε τον Άρειο σε θεογνωσία και τον χειροτόνησε Πρωτοπρεσβύτερο Αλεξανδρείας. Και όσο καιρό ζούσε ο Αχιλλάς, ορθοφρονούσε ο ασεβέστατος Άρειος. Μόλις όμως πέθανε ο Αχιλλάς, κι έγινε Πατριάρχης ο Άγιος Αλέξανδρος πάλιν άρχισε να κηρύττει τις αιρετικές του δοξασίες.
Ο Πατριάρχης τότε τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε. Αυτός όμως, εξακολουθούσε να διαδίδει την αίρεσή του. Παρέσυρε μάλιστα με τη μόρφωσή του και την πονηράδα του και μερικούς Αρχιερείς: τον Ευσέβιο Νικομηδείας, τον Παυλίνο Τύρου, τον Ευσέβιο Καισαρείας και πολλούς άλλους κληρικούς.
Η αίρεση πλάτυνε σαν κολλητική αρρώστεια από την Αλεξάνδρεια σ’ όλη την Αίγυπτο και την Αφρική, στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη.
Τότε ο Άγιος Κωνσταντίνος για να σταματήσει το σάλο και το κακό, συνεκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Εκεί μαζεύτηκαν 318 Άγιοι Πατέρες.
Ακούστηκαν ακαταμάχητα επιχειρήματα και φλογεροί λόγοι, που απογύμνωσαν την πλάνη και την αίρεση του Άρειου. Εκείνος όμως δεν παραδεχόταν τίποτε. Αντίθετα προσπαθούσε με τη ρητορική του δεινότητα να μπερδέψει και να αποστομώσει τους Αγίους Πατέρες.
Τότε τον Άγιο Νικόλαο κατέλαβε ιερά αγανάκτησις. Σηκώθηκε από τη θέση του πλησίασε τον Άρειο και από θείο ζήλο πλημμυρισμένος, του έδωσε ένα δυνατό ράπισμα. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή προς τον αυτοκράτορα και τους άλλους αρχιερείς γι’ αυτό και αφού του αφαίρεσαν το ωμοφόριον, τον έριξαν στη φυλακή. Την νύκτα όμως μέσα στην φυλακή, φάνηκε ο Χριστός και η Θεοτόκος που του πρόσφεραν ένα Ευαγγέλιο και ένα ωμοφόριο.
Την άλλη ημέρα, πήγαν μερικοί και του μετέφεραν φαγητό. Τον βρήκαν όμως λυμένο από τα δεσμά. Φορούσε μάλιστα το ωμοφόριόν του και διάβαζε το Ευαγγέλιον που κρατούσε στα χέρια του.
-Πού τα βρήκες αυτά; Τον ρώτησαν.
Και ο Άγιος τους είπε όλη την αλήθεια. Αυτό το έμαθε ο βασιλεύς και τον έβγαλε από την φυλακή. Του ζήτησε συγχώρεση, καθώς και οι λοιποί Πατέρες. Η φυλάκισή του, ίσως, ήταν η αιτία για την οποία δεν αναφέρεται τ’ όνομά του και η υπογραφή του στα Πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Μετά τη Σύνοδο, επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς στις επαρχίες τους και ο Άγιος Νικόλαος στα Μύρα. Παρ’ όλο το βάρος των ετών εξακολουθούσε να εργάζεται εντατικά για την Χριστιανική προκοπή του ποιμνίου του και για τα έργα της φιλανθρωπίας.
Ο άγιος σώζει τρεις στρατηγούς από άδικο θάνατο
Τρεις γενναίοι στρατηγοί, αφοσιωμένοι στον αυτοκράτορα Άγιο Κωνσταντίνο, οι Νεποτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, συκοφαντήθηκαν στον αυτοκράτορα και τον επίτροπό του Αβλάβιο ως στασιαστές. Ρίχτηκαν γι’ αυτό το λόγο στη φυλακή. Το βράδυ πριν από την ημέρα της εκτέλεσής τους, παρουσιάζεται ο Άγιος Νικόλαος στο όνειρο τόσο του αυτοκράτορα όσο και του επιτρόπου του και απειλώντας τους με τιμωρία αν σκότωναν τους αθώους, πέτυχε την απελευθέρωσή τους. Ήταν ακόμα εν ζωή ο Άγιος Νικόλαος.
Το περιστατικό αυτό περιγράφεται σε ένα στιχηρό της ακολουθίας του εσπερινού του Αγίου:
«Ώφθης Κωνσταντίνω βασιλεί, συν τω Αβλαβίω κατ’ όναρ και τούτους φόβω βαλών, ούτως αυτοίς είρηκας. Λύσατε δη εν σπουδή της ειρκτής ους κατέχετε δεσμίους αδίκως, αθώους τυγχάνοντας της παρανόμου σφαγής. Όμως αλλ’ εάν παρακούσης, έντευξιν ποιήσομαι άναξ, κατά σου προς Κύριον δεόμενος».
Η κοίμησίς του
Η εσωτερική αγιότης του Αγίου Νικολάου ξεχυνόταν στη μορφή του. Μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει, μέσα σε πολλούς ανθρώπους έστω και αν πρώτη φορά τον έβλεπε, από την Αγία του μορφή.
Τόσο δε το πρόσωπό του έλαμπε και ήταν σοβαρό, στοχαστικό, και επιβλητικό, που πολλές φορές μερικοί, που τον συναντούσαν στο δρόμο επέστρεφαν στη θεογνωσία, χωρίς να τους διδάξει. Η παρουσία του τούς έπειθε. Λυπημένοι, που πήγαιναν να πουν το παράπονό τους σ’ αυτόν, μόνο που τον έβλεπαν, τους έφευγε η λύπη και τους ερχόταν η χαρά.
Αλλά ήταν κι αυτός άνθρωπος κι έπρεπε να φύγει από τον κόσμο αυτό. Το 330 μ.Χ. αρρώστησε για λίγο και κοιμήθηκε εν ειρήνη. Προτού όμως πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που ήρχοντο να παραλάβουν την αγιασμένη του ψυχή. Τότε είπε τον ψαλμό του Δαβίδ: «Κύριε, επί σοι ήλπισα». Όταν έφθασε στο «εις χείρας Σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου» έκλεισε τα μάτια του. Ήταν η 6η Δεκεμβρίου του 330 μ.Χ.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τα δάκρυα χύθηκαν άφθονα. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός στα Μύρα, η δε κηδεία του έγινε πάνδημη και μεγαλοπρεπής.
Κάτω στη γη θρηνούσαν γιατί έχασαν τέτοιο ποιμένα και διδάσκαλο. Επάνω στον ουρανό πανηγύριζαν άγγελοι και αρχάγγελοι, όσιοι, μάρτυρες και διδάσκαλοι, γιατί δέχθηκαν τέτοιον Άγιο.
Η Εκκλησία στη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο κατέταξε τον Άγιο Νικόλαο μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων, ως ισαπόστολον. Γι’ αυτό κάθε Πέμπτη συνεορτάζεται με τους Αποστόλους. Και οι άνθρωποι με τα τροπάρια που έχει η Εκκλησία μας, την ημέρα αυτή του ζητούν τη βοήθεια.
Το Άγιο λείψανό του
Το χαριτόβρυτο σώμα του, εναπετέθη στα Μύρα. Οι χριστιανοί έκτισαν εκεί μεγάλο ναό επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Από δε το σώμα του ανάβλυζε ιαματικό μύρο. Γι’ αυτό τον λένε και Μυροβλήτη.
Το 1118, επί Αλεξίου Κομνηνού, οι Άραβες ερήμωσαν πολλές πόλεις και μαζί μ’ αυτές και τα Μύρα. Έμεινε μόνο η Επισκοπή και ο ναός του Αγίου που παρέμειναν ως μοναστήρι μέχρι το 1460.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, από την πόλη Μπάρι της Ιταλίας, μετέφερε το λείψανο του Αγίου εκεί. Στο Μπάρι έκτισαν αργότερα και ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και σώζεται.
Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια. Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Η μνήμη του Αγίου Νικολάου τιμάται στις 6 Δεκεμβρίου. Στις 20 Μαΐου γιορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του