Μιχαήλ τόν παμμέγιστο καί μεγάλο ταξιάρχη, Μιχαήλ τόν φωτεινό σάν πυρσό καί ὁλόλαμπρο ἥλιο, Μιχαήλ τόν ταξιάρχη τῶν οὐρανῶν, τόν βοηθό τῶν ἀνθρώπων, ἐπιθύμησα νά ἐξυμνήσω, ὅσο μου εἶναι δυνατόν, τόν ἐπί κεφαλῆς καί ἄρχοντα τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, τήν μεγάλη δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τό φίμωτρο τῶν δαιμόνων, τό ὁλάνθιστο καί σκιερό δένδρο τοῦ οὐράνιου θόλου· ὁ σεμνότατος καί μέγιστος ἰατρός τῶν ἐπίγειων κακῶν, ὁ μέγιστος καί ταχύτατος ἀετός «τοῦ μεγάλου βασιλέως», πού μέ πίστη περιτρέχει γρήγορα ὅλη τήν ὑφήλιο.
Ὁ θαυμαστός καί πύρινος στύλος, πού φθάνει μέχρι τόν οὐρανό, ὁ ψηλός καί γεμάτος κλαδιά κέδρος, τό ἀμάραντο καί ἐκλεκτό κλαδί, ὁ θεῖος ἀσπάλαθος, πού ξεπερνᾶ κάθε εὐωδία, αὐτός πού ἀπαλλάσσει τούς πάσχοντες ἀπό τή δαιμονική δυσωδία, τό κατάσκιο κλαδί καί ὁ θεοφύτευτος βλαστός, πού ἐξαφανίζει ἀμέσως τόν καύσωνα τῶν δαιμόνων, τό θεϊκό κυπαρίσσι καί τό ψηλό πλατάνι, πού κάτω ἀπό τή σκιά του θεραπεύονται ποικίλες ἀσθένειες καί δυσκολοθεράπευτα πάθη, τώρα ἄς ἐγκωμιαστεῖ καί ἀπό ἐμᾶς τούς μικρούς ὁ παμμέγιστος, καί, ἀφοῦ τοῦ προσφέρουμε λίγα μικρά ἐγκώμια, θά τοῦ ἀπευθύνουμε χαιρετισμούς.
Ὁ θεῖος, ἱερός καί σεβάσμιος ναός του μοιάζει μέ λιμάνι σωτηρίας καί οὐρανός μέ πολλά ἄστρα, κατοικία θείων ἀγγέλων, ἀξίνα καί μαχαίρι πού κατακόπτει ὅλα τά εἴδη τῶν παθῶν καί ἄριστο ἰατρεῖο, πού σταματᾶ τούς πόνους διαφόρων ἀσθενειῶν…
Ἀλλά νομίζω, ὅτι πρέπει νά σταματήσω τά ἐγκώμια γιά τόν ναό, ἄν καί δέν μπόρεσα νά πῶ κάτι ἀξιόλογο. Ἐάν δέ, δέν μπορέσαμε νά ποῦμε κάτι ἀντάξιο γιά τόν ἐπίγειο ναό, ἀπό τόν ὁποῖον βλέπουμε νά πηγάζουν τά θεία θαύματα, πῶς θά μπορέσουμε νά μιλήσουμε ἤ νά ἐγκωμιάσουμε τόν πνευματικό καί οὐράνιο οἰκοδεσπότη; Ξέρουμε ὅτι πρέπει νά ἔχει ἀγγελικό καί οὐράνιο νοῦ αὐτός πού πρόκειται νά γράψει γι’ αὐτόν ἐγκώμιο.
Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι παρακινεῖ ὁ πόθος πολλές φορές κάποιον νά μιλᾶ γιά τόν Θεό. Καί ἐάν γιά τόν Θεό, τόν δημιουργό τῶν ἀγγέλων καί ὅλης της κτίσεως, ὁ θεῖος ἔρωτας πείθει νά τολμοῦμε νά μιλοῦμε, γιατί εἶναι παράδοξο νά ποῦμε μερικά γιά τόν θεῖο ἀρχιστράτηγο ἀπό τόν ὁποῖον ζητῶ νά μοῦ δώσει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ;
Και πρίν ἀπ’ αὐτό, ζητῶ τή χάρη τοῦ θείου καί ζωοποιοῦ Πνεύματος γιά νά φωτίσει πλούσια τή φτωχή μου σκέψη. Χωρίς αὐτή δέν μπορεῖ κανείς ἄνθρωπος νά μιλήσει γιά τά οὐράνια. Μέ κινεῖ οὐράνιος πόθος νά ἐγκωμιάσω τόν οὐράνιο ἀρχιστράτηγο, ἀλλά ὁ γήινος νοῦς καί ἡ φθαρτή σάρκα μέ τραβᾶ πρός τά κάτω.
Ἀλλά ἐσύ μέγιστε Ἀρχάγγελε, ἀνέβασέ με πρός τά ἄνω, «καθάρισέ μου τή γλώσσα», δυνάμωσε τό χέρι μου, καί χαρίτωσε τόν νοῦ μου, ὥστε ἀφοῦ μέ ἐγκώμια χαιρετίσω τό μεγαλεῖο σου, ἱκανοποιήσω τήν ἐπιθυμία καί τελειώσω τό λόγο. Νομίζω δέ ὅτι εἶναι καλύτερο νά ἀρχίσω τούς χαιρετισμούς, ἀπό ἐκεῖ πού σου ἔχει δωρηθεῖ ἡ ὕπαρξη καί ἡ ἐξουσία.
Χαῖρε Ταξιάρχη, δημιούργημα τοῦ ἄναρχου φωτός καί δευτερεῦον φῶς μαζί μέ τούς συμμετόχους σου ἀγγέλους.
Χαῖρε Ταξιάρχη, τοῦ αἰωνίου φωτός φωτεινό καί πυρίμορφο κτίσμα, μαζί μέ τίς οὐράνιες δυνάμεις.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πού δέν σέ ἔπεισε, οὔτε σέ ἔκανε νά σκεφτεῖς ὅσα δέν πρέπει, τό ὕψος τῆς δόξας, πού σῦ δόθηκε, ἀλλά σκέφτηκες ἐκεῖνα, πού ἁρμόζουν σ’ Αὐτόν πού σέ δημιούργησε, σέ τίμησε καί σέ δόξασε. Καί μέ εὐγνωμοσύνη διατηρεῖς ἀκέραια τήν πίστη σου σ’ Αὐτόν καί μέ μετριοφροσύνη ὑπηρετεῖς μέ ὑπακοή, ὅπως πρέπει, τόν Δημιουργό καί Παντοκράτορα Θεό πού συγκρατεῖ τά σύμπαντα.
Εὖγε, εὖγε, παμμέγιστε, γιά τήν ἀξιοθαύμαστη ἀπόφασή σου, ἀλλοίμονο δέ σ’ ἐκεῖνον τόν ὑψηλόφρονα καί ὑπερήφανο, πού κακῶς σκέφθηκε, ὀλέθρια διανοήθηκε, καί θέλησε νά στήσει στόν οὐρανό τό θρόνο του, καί νά τοποθετήσει τά τάγματά του, ἐπιθυμώντας νά ὁμοιωθεῖ πρός τόν Ὕψιστο.
Αὐτός δίκαια ἀνταμείφθηκε, καί ἔγινε ἀπό ἀρχάγγελος ἀρχιδαίμονας, ἀπό φωτεινός σκοτεινός, ἀντί δέ ὑψηλοῦ θρόνου καί οὐρανίων νεφελῶν, ἔγινε καταχθόνιος καί ἀπόκτησε καταχθόνια κατοικία, καί ἀντί νά ὁμοιωθεῖ πρός τόν Θεό, ἔγινε ἀνόμοιος ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα.
Αυτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς κενόδοξης καί ὑπερήφανης γνώμης. Γιατί, ὅταν κάποιος ζητᾶ καί ἐπιθυμεῖ ὅ,τι εἶναι πάνω ἀπό τήν ἀξία του τοῦ ἀφαιρεῖται καί ἐκεῖνο πού νομίζει ὅτι ἔχει. Αὐτό ἔπαθε ὁ διάβολος πού ἔπεσε καί ὁ ἄνθρωπος πού θέλησε νά γίνει θεός καί ἀπό ἀθάνατος ἔγινε θνητός. Ἀλλά καί μέχρι σήμερα πολλοί ἄνθρωποι ὑποφέρουν ἀπ’ αὐτό· θέλοντας νά ἀποκτήσουν μεγαλύτερη ἀξία, χάνουν καί αὐτήν πού ἔχουν.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πύ ἀρκέσθηκες στή θεόσδοτη τάξη καί δόξα καί δέν οἰκειοποιήθηκες τίποτε περισσότερο πού δέν ἦταν δικό σου.
Χαῖρε Ταξιάρχη, ἀρχηγέ τῶν οὐρανίων ταγμάτων καί μέγιστε βοηθέ τῶν ἀνθρώπων, πού φιλονικώντας κάποτε γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ προφήτη Μωυσῆ ἀπάντησες στόν ἀντίπαλο.
Τόν ἐπιτίμησες ὄχι μέ δική σου πρωτοβουλία, ἀλλά ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καί ὡς φιλόθεος καί φίλος του Κυρίου ἔλεγες: «Νά σέ ἐπιτιμήσει ὁ Κύριος διάβολε». Μέ αὐτό λοιπόν, τό ἐπιτίμιο σέ παρακαλῶ, ἀρχιστράτηγε, νά μή σταματήσεις καί γιά μᾶς νά ἐπιτιμᾶς τόν τύραννο, μέχρι πού μέ τή δική σου καθοδήγηση καί μεσιτεία, θεοχαρίτωτε, συναντήσουμε τόν γεμάτο ἔλεος Θεό.
Χαῖρε λαμπρότατε Ταξιάρχη, πού στέκεσαι στά δεξιά τοῦ θείου θρόνου, πού δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ.
Χαῖρε Ταξιάρχη, φωτεινέ ὑπηρέτη τοῦ ἀρχιφώτου φωτός τοῦ τρισαγίου Θεοῦ.
Χαῖρε Ταξιάρχη καί πυρίμορφε στύλε, πού παλαιότερα ὁδήγησες τόν Ἰσραηλιτικό λαό, ὅταν ἐγκατέλειψε τήν Αἴγυπτο.
Χαῖρε Ταξιάρχη, σύ πού παλαιότερα στούς παλαιούς ἤσουν ὁ ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό ὑπερασπιστής.
Χαῖρε Ταξιάρχη, γρήγορε στρατιώτη τοῦ βασιλέως Θεοῦ καί πανένδοξε ὁπλίτη.
Χαῖρε Ταξιάρχη, ὁ περίφημος στρατάρχης τῆς οὐράνιας στρατιᾶς καί ὁ δυνατός ὑπερασπιστής τῶν ἐπιγείων στρατιῶν.
Χαῖρε Ταξιάρχη, ἡ μέγιστη δόξα τῶν φωτεινῶν ἀγγέλων καί τό ἀθεράπευτο τραῦμα τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων.
Χαῖρε Ταξιάρχη, ὑπασπιστή τῶν βασιλέων καί βοηθέ τῶν ἀρχόντων.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πού εἶσαι ὁπλίτης τῶν ἀρχιστρατήγων καί ὁ μέγιστος σύμμαχος τῶν στρατιωτῶν.
Χαῖρε Ταξιάρχη, ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καί σπουδαῖο καύχημα τῶν ὑπηρετῶν του.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πού εἶσαι φρουρός τῶν χριστιανῶν καί ἀφανισμός καί καταστροφέας τῶν ἀλλοπίστων· «διότι», λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἐξῆλθε ἀπό τόν Θεό τιμωρός ἄγγελος, ὁ ὁποῖος θανάτωσε ἀπό τό στρατόπεδο τῶν Ἀσσυρίων ἑκατόν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες ἄνδρες».
Χαῖρε Ταξιάρχη, ὑπασπιστή τῶν πιστῶν καί καταστροφή τῶν ἀπίστων.
Χαῖρε ἀγαθέ Ἀρχάγγελε, ἐνδοξότατε στρατιώτη τοῦ ἀγαθοῦ βασιλέα, γιατί τρέχεις ἀπό τήν ἀνατολή μέχρι τή δύση, ἐκτελώντας μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ· φθάνεις μέ ταχύτητα στή γῆ, στή θάλασσα καί στά πέρατα τοῦ κόσμου.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πού τό φῶς σου εἶναι πολύ περισσότερο ἀπό τοῦ ἥλιου, τῆς σελήνης καί διαφόρων ἄστρων. Αὐτά δημιουργήθηκαν «γιά νά χρησιμεύουν στήν κανονική μεταβολή καί διάκριση τῶν ἐποχῶν, τῶν ἡμερῶν καί τῶν ἐτῶν καί γιά νά φωτίζουν τή γῆ», ἐσύ δέ γιά νά δοξάζεις τόν Θεό, γιά νά διοικεῖς τούς ἀγγέλους, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γιά νά φωτίζεις καί νά ὁδηγεῖς ἐμᾶς, πού εἴμαστε στή γῆ.
Σύ θά ὑπάρχεις ὄχι γιά λίγες «ἐποχές, ἡμέρες καί χρόνια», ἀλλά ἔχεις μερίδιο στήν ἀθανασία, πού σου δόθηκε ἀπό τόν ἀθάνατο Θεό, εἶσαι στρατηγός τῶν ἀγγέλων αἰωνίως, γιά νά ψάλλεις μαζί μέ ὅλα τά τάγματα, δηλ. τούς Ἀγγέλους, τούς Ἀρχαγγέλους, τίς Ἀρχές, τίς Ἐξουσίες, τίς Δυνάμεις καί Κυριότητες, τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ, τούς θείους Θρόνους, τόν Τρισάγιο ὕμνο στόν τρισάγιο Θεό.
Χαῖρε Ταξιάρχη, τό καλύτερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «πνεῦμα ἀπολύτου νοήσεως, ἅγιο» καί «φλόγα φωτιᾶς» μ’ αὐτούς πού εἶναι μαζί σου σύμφωνα μέ τή φωνή του. «Ὅταν ὁ Θεός» ι, λέι ἡ Ἁγία ἡ Γραφή, «διασκόρπιζε τά ἔθνη στά διάφορα μέρη τῆς γῆς καί ὅριζε τίς περιοχές πού θά μένουν, καθόριζε καί τά σύνορα τῶν ἐθνῶν σύμφωνα μέ τόν ἀριθμό τῶν ἀγγέλων».
Κάποιος ἄλλος προφήτης παρατηροῦσε «μέχρις ὅτου τοποθετήθηκαν θρόνοι καί ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν, κάθισε στό θρόνο. Τό ἔνδυμά του ἦταν λευκό σάν τό χιόνι καί οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του σάν τό καθαρό ὁλόλευκο μαλλί. Ὁ θρόνος του ἦταν φλόγα φωτιᾶς καί οἱ τροχοί του ἤσαν φωτιά. Πύρινος ποταμός ἔτρεχε μπροστά του καί χίλιες χιλιάδες ἀγγέλων τόν ὑπηρετοῦσαν καί μύριαι μυριάδες στέκονταν κοντά του». Μέ αὐτούς ὑπηρετοῦσες μέ πολύ εὐλάβεια καί ἐσύ πανένδοξε Μιχαήλ.
Χαῖρε Ταξιάρχη τῶν θείων ἀσωμάτων, πού φύλαξες ἀκέραιο τόν θεῖο ναό σου στίς Χώναις, ἀπό τήν ὑπερχείλιση τῶν δύο ποταμῶν, Λύκου καί Λυκοκάπρου, πού θέλησαν οἱ παράφρονες εἰδωλολάτρες νά ἀφανίσουν τό ἁγίασμά σου, τόν ἅγιο ναό σου καί τόν δοῦλο σου Ἄρχιππο. Ἐσύ δέ, φλογερέ πυρσέ καί πυρίμορφε, τοῦ ἐμφανίστηκες ὡς πύρινος στύλος, πού ἔφθανε ἀπό τή γῆ ὡς τόν οὐρανό, καί τόν συμβούλευες νά μή φοβηθεῖ τόν θόρυβο τῶν ποταμῶν, ἀλλά νά σταθεῖ καί νά βλέπει τήν ἀνίκητη δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ κτύπησες τή σκληρή πέτρα μέ τή ράβδο πού κρατοῦσες στό χέρι σου καί τήν χώρισες στά δύο, βύθισες σέ βάθος ἀβυσσαλέο τόν ὄγκο τῶν νερῶν τῶν ποταμῶν Λύκου καί Λυκοκάπρου, μέχρι σήμερα. Καί ὁ δοῦλος σου, μαζί μέ τό ἁγίασμα καί τόν θεῖο σου ναό διασώθηκε καί ἀκόμα ὑπάρχει. Ἡ περιοχή, πού πρίν ὀνομαζόταν Κολασσές, μετονομάσθηκε σέ« Χώναις», λόγω αὐτοῦ τοῦ μεγάλου θαύματος, καί τῆς χώνευσης τῶν νερῶν.
Χαῖρε ἀγαθέ Ταξιάρχη, τοῦ ἀγαθοῦ βασιλέα πανένδοξε στρατάρχη καί ἡ τελευταία παρηγοριά τῶν δούλων του. Ἐκεῖνοι πού τήν ὥρα τοῦ θανάτου καταξιώθηκαν τῆς φωτεινῆς παρουσίας σου, ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τό πυκνό σκοτάδι τοῦ διαβόλου, ὅπως διαλύεται τό σκοτάδι ἀπό τό φῶς. Αὐτό μήν ἀρνηθεῖς νά τό κάνεις καί σέ μᾶς, πανάριστε, ἀλλά τώρα καί τότε «σκέπασέ μας μέ τά φτερά σου» καί φώτισέ μας μέ τό φῶς τοῦ προσώπου σου.
Χαῖρε Ταξιάρχη, ὑπερασπιστή τῶν δικαίων καί ὁδηγέ τῶν ὁσίων, μοναχῶν, ἐρημιτῶν καί κοινοβιατῶν.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πού σκεπάζεις τούς φρόνιμους καί παιδαγωγεῖς τούς ἄτακτους.
Χαῖρε Ταξιάρχη, σαλπιγγόφωνε, πού θά ἀναγγείλεις τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, σείοντας τόν «οὐρανό, τή γῆ καί τά καταχθόνια» καί θά ξυπνήσεις τούς νεκρούς, πού κοιμοῦνται αἰῶνες, μέ τό νά πεῖς δυνατά: «Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐλᾶτε νά τόν προϋπαντήσετε».
Τότε, λέει ἡ Γραφή, «θά στείλει» ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου «τούς ἀγγέλους του νά σαλπίσουν δυνατά καί νά συνάξουν τούς ἐκλεκτούς του ἀπό τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, ἀπό τό ἕνα ἄκρο τοῦ κόσμου ὡς τό ἄλλο». Τότε, παμμέγιστε Ἀρχάγγελε τοῦ Θεοῦ, μή μέ ξεχάσεις, σέ ἱκετεύω, μή μέ ξεχωρίσεις, τόν ἀνάξιο, ἀπό ἐκείνη τή σύναξη, ἄν καί εἶναι μεγάλο αὐτό πού ζητῶ, μή μέ ξεπεράσεις, σέ παρακαλῶ, λόγω τῆς ταχύτατης πορείας σου.
Χαῖρε Ταξιάρχη, πού βρίσκεσαι μέ τούς ἀγγέλους σου γύρω ἀπό τόν Θεό ὑπηρετώντας καί τοῦ προσφέρεις σάν δῶρα τίς καθαρές ψυχές τῶν δικαίων. «Διότι ὅλοι» λέει ὁ ψαλμός, «πού εἶναι γύρω του θά προσφέρουν δῶρα». Μεταξύ τῶν ὁποίων, θεοπρόκριτε καί παμμέγιστε, παρακάλεσε νά εἶμαι καί ἐγώ ἀνάμεσα σ’ αὐτούς, ἔχοντας μέγιστο βοηθό καί τόν δικό σου ὁλοφώτεινο συνεργάτη, τόν ἀξιέπαινο πρόδρομο τῆς νέας χάριτος, τόν πραγματικά θεῖον ἀπόστολο, πού φανέρωσε τό μυστήριο στήν Παρθένο, ἐννοῶ τόν ὅμοιό σου ταξιάρχη καί συμμέτοχο στή δόξα Γαβριήλ, τόν θεῖο καί ἐνδοξότατο καί τόν ἄριστο ἀρχιδιάκονο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι μάρτυρας σπουδαῖος καί ἀληθινός, τοῦ ὁποίου ἡ μαρτυρία, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «δέν ὑπάρχει κανείς ἄλλος νά μέ βοηθήσει στίς ὑποθέσεις αὐτές, παρά μόνον ὁ ἄρχοντας τοῦ δικοῦ σας ἔθνους, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ».
Ὤ θεῖε Μιχαήλ, Ἀρχιστράτηγε τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, αὐτόν πού σοῦ ἔστειλα θεράπευσέ τον, γιατί ἡ θεία φαρμακαποθήκη σου εἶναι πάντοτε γεμάτη ἀπό φάρμακα πού ἀφαιροῦν τούς πόνους. Καί αὐτό τό ἐγκώμιο, ὅπως ὁ Κύριος δέχθηκε τά λεπτά τῆς χήρας, δέξου καί σύ καί ἀξίωσέ μας νά παραμένουμε στό θεῖο ναό σου, ἄν καί λόγω τῆς πνευματικῆς μας φτώχιας δέ μπορέσαμε νά σού προσφέρουμε κάτι πλουσιότερο καί ἀξιόλογο, διότι εἶναι μεγάλο καί δοσμένο ἀπό τόν Θεό τό ὕψος τῆς δόξης σου.
Ἐπειδή, δέν μπορεῖ νά ἐγκωμιάσει, ὅπως τοῦ ἀξίζει, ἀνθρώπινος νοῦς, ἐκεῖνον πού ὑπερβολικά δόξασε ὁ Θεός καί τόν τίμησε μέ τήν ἀρχηγία τοῦ χοροῦ τῶν ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων, γι’ αὐτό, ὅπως δέχθηκε τά δύο λεπτά ὁ Κύριος, δέξου καί σύ, θεοχαρίτωτε, τό ἐγκώμιο. Καί ἐπειδή εἰσακούεις γρήγορα, ἐκπλήρωσε τίς αἰτήσεις μας, καί στεῖλε πίσω ὑγιῆ αὐτόν πού σοῦ στείλαμε, ὥστε καί ἐμεῖς μέ ὅλους τούς πάσχοντες νά δοξάσουμε ἐσένα καί αὐτόν πού σέ δόξασε, γιατί στόν Τρισάγιο Θεό ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση στούς αἰῶνες. Ἀμήν