Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, ο Καθηγητής της Ερήμου.

Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, ο Καθηγητής της Ερήμου.

Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, ο Καθηγητής της Ερήμου.

Ο Μέγας Αντώνιος θεωρείται πατέρας του μοναχικού βίου. Υπήρξε αναχωρητής και μέγας ασκητής. Είχε δάσκαλο στην άσκησή του τον Όσιο Παύλο το Θηβαίο. Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού μέχρι και την εποχή του ευσεβούς αυτοκράτορα Κωνσταντίνου και των παιδιών του.

Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε περίπου το 251 μ.Χ. στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από γονείς εύπορους και ευγενείς. Από αυτούς έλαβε την ανάλογη διαπαιδαγώγηση, εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου (Εφεσ. 6,4), στερήθηκε όμως τη μόρφωση των εκπαιδευτηρίων. Εντούτοις είχε βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής. Έγινε «θεοδίδακτος… καὶ γράμματα μὴ μαθὼν, ἀγχίνους ἦν καὶ συνετὸς ἄνθρωπος». Μάλιστα σύμφωνα με το βιογράφο του, Μέγα Αθανάσιο, «δεν πίεζε τους γονείς του για εξεζητημένη και πλούσια τροφή, ούτε επεδίωκε τις ευχαριστήσεις που αυτή χαρίζει. Ασκούνταν μόνο σε όσα του έδιναν και δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο». Έτσι έμαθε από την παιδική του ηλικία να είναι ολιγαρκής και αυτάρκης.

Έμεινε ορφανός από γονείς όταν ήταν περίπου 20 ετών και απέμεινε με την μικρότερη αδερφή του, την οποία εμπιστεύτηκε σ’ ένα παρθεναγωγείο. Έξι μήνες μετά το θάνατο των γονιών του, ο Αντώνιος άκουσε στην Εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νέου, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο: «Πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Τα λόγια αυτά άγγιξαν την ψυχή του τόσο, ώστε προχώρησε στη διανομή της περιουσίας του στους φτωχούς. Χάρισε στους συγχωριανούς του τα κτήματα που είχε κληρονομήσει, ενώ όσα χρήματα έλαβε από την πώληση των κινητών πραγμάτων, τα μοίρασε στους φτωχούς, κρατώντας ελάχιστα. Αλλά και αυτά τα λίγα τα μοίρασε αργότερα, όταν άκουσε στην Εκκλησία την προτροπή του Κυρίου: «Μὴ ἀγωνιᾶτε γιὰ τὸ αὔριο» (Ματθ. 6,34).

Ο ίδιος αποσύρθηκε στην έρημο, στα περίχωρα της Ηρακλεόπολης, όπου έζησε ασκητικά, τρώγοντας ελάχιστο ψωμί κάθε μέρα. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αποτέλεσμα του πνευματικού του αγώνα ήταν η επιμονή στις προσευχές, αγρυπνία, αγάπη για τη μάθηση, υπομονή, νηστεία, σκληραγωγία, πραότητα, μακροθυμία. Και όλων μαζί επεσήμανε την ευσέβεια προς το Χριστό και τη μεταξύ τους αγάπη.  

Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανέναν παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου ποτέ δεν άλλαξε ένδυμα και ποτέ δεν ένιψε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Ο Μέγας Αθανάσιος περιγράφει ότι έχοντας μόνο ψωμί και νερό ο Μέγας Αντώνιος παρέμεινε ασκούμενος για πολλά ημερόνυχτα έγκλειστος μέσα σε έναν τάφο, όπου πολλοί δαίμονες, μετασχηματισμένοι σε άγρια θηρία και δηλητηριώδη ερπετά, φοβέριζαν και ενοχλούσαν με την παρουσία τους το μεγάλο ασκητή, προκαλώντας του αφόρητο σωματικό πόνο. Εκείνος «αναστέναζε μεν εξαιτίας του πόνου αυτού, αλλά με νηφαλιότητα και σαν να τους κορόιδευε, έλεγε: «Αν υπήρχε σε σας δύναμη, θα αρκούσε να μου επιτεθεί και μόνο ένας από όλους. Επειδή όμως  σας έχει αχρηστέψει ο Κύριος, γι’ αυτό έστω και αν προσπαθείτε να με φοβερίσετε με το πλήθος σας, είναι απόδειξη της αδυναμίας σας το να μιμείσθε τις μορφές των άλογων ζώων…».  

Έπειτα από είκοσι ολόκληρα χρόνια σκληρής ασκήσεως, πνευματικού αγώνα, ακατάπαυστης προσευχής και φοβερών πειρασμών, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε ανθρώπους. Η αποδοχή που είχε ήταν ευρύτατη και μάλιστα άρχισαν να συρρέουν σε αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό, ζητώντας ακόμα και να τους θεραπεύσει. Θεράπευε τους ασθενείς «ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων». Λύτρωσε πολλούς ανθρώπους από σωματικές αρρώστιες. Άλλους απάλλαξε από δαιμόνια. Μαρτυρείται μάλιστα ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν. Όσους ήταν λυπημένοι τους παρηγορούσε. Και σε όλους όσοι τον επισκέπτονταν έλεγε να μην προτιμούν τίποτα από όσα υπάρχουν στον κόσμο, σε σύγκριση με την αγάπη στο Χριστό. Επίσης έπεισε πολλούς να διαλέξουν τη μοναχική ζωή. «Και έτσι ιδρύθηκαν Μοναστήρια και στα βουνά και η έρημος κατοικήθηκε από Μοναχούς που πήγαν με τη θέλησή τους και μιμήθηκαν ακριβώς τον ουράνιο τρόπο ζωής». 

Το 311, στους φοβερούς διωγμούς των Χριστιανών, που οργανώθηκαν την εποχή του Μαξιμιανού, εγκατέλειψε το ερημητήριό του και μετέβη στην Αλεξάνδρεια, επιδιώκοντας να πολεμήσει την ειδωλολατρία και την απάτη. Στόχος του ήταν να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες. Στην Αλεξάνδρεια μετέβη σαράντα χρόνια αργότερα, όταν σε ηλικία εκατό χρονών, θέλησε να καταπολεμήσει την αίρεση του Αρείου.

Όταν έπαψε ο διωγμός, ο Όσιος επανήλθε στην έρημο, αλλά επειδή αισθανόταν ενοχλημένος από την παρουσία πολλών, που πήγαιναν για να τον συναντήσουν, έφυγε από εκεί και μετέβη σε τόπο έρημο, ο οποίος βρισκόταν σε ψηλό βουνό, κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα. Στην έρημο γνώρισαν τον Άγιο Αντώνιο, ο Μέγας Βασίλειος και ο Μέγας Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και μία από τις μεγαλύτερες πατερικές μορφές, ο οποίος μάλιστα, έγραψε τον βίο του. Η φήμη του Οσίου Αντωνίου έφθασε μέχρι τα βασιλικά ανάκτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ανέπτυξε αλληλογραφία με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και τους γιους του, Κωνστάντιο και Κώνστα, οι οποίοι τον σέβονταν βαθύτατα και ζητούσαν τις συμβουλές του. Τους συνιστούσε να μη θεωρούν σπουδαία τα παρόντα, αλλά να θυμούνται περισσότερο τη μέλλουσα Κρίση και να γνωρίζουν ότι ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός και αιώνιος βασιλιάς. Τους παρακινούσε επίμονα να είναι φιλάνθρωποι και να φροντίζουν για το δίκαιο και τους φτωχούς.

Ο Μέγας Αντώνιος είχε προβλέψει με θαυμαστή ακρίβεια το θάνατό του, ο οποίος συνέβηκε σε ηλικία “εγγύς ετών πέντε και εκατόν”. Πράγματι, αφού έζησε εκατόν πέντε έτη, κοιμήθηκε το 356 μ.Χ. στις 17 Ιανουαρίου, οπότε και εορτάζεται η μνήμη του από τις Λουθηρανικές, τις Αγγλικανικές, τις Καθοικές και τις Ορθόδοξες εκκλησίες, όπου θεωρείται άγιος.

Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του, έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Ο βίος του και η υποδειγματική συνέπειά του, αποτελούν αιώνια πηγή, απ’ όπου μπορούν οι άνθρωποι κάθε εποχής να αντλήσουν ζωντανά διδάγματα. Η άσκηση και η απομόνωση, όπως την εννοεί ο Μέγας Αντώνιος δε σημαίνει τέλεια αδράνεια του σώματος, αλλά ισόρροπη συνάντηση με την ψυχή. Η προσευχή και η νηστεία αποτελούν ένα μέρος από τη δραστηριότητα του μοναχού, βοηθητικά μέσα απαραίτητα για την ανθρώπινη τελείωση.

Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι στερούνται κάτι αξιόλογο με την αποχή από τα κοσμικά αγαθά. Θύμιζε επίσης ότι η ανθρώπινη ζωή είναι εφήμερη, σε αντίθεση με το μέλλοντα αιώνα. Κατέληγε λέγοντας ότι δε θα πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, που είναι αρετές όπως η σωφροσύνη, η φρόνηση, η αγάπη και η σύνεση.

Ο Μέγας Αντώνιος έγινε γνωστός όχι από τα συγγράμματά του, ούτε από την κοσμική του σοφία ή από κάποια τέχνη, αλλά εξαιτίας της θεοσέβειάς του και της ασκητικής του ζωής. Και αυτό υπήρξε δώρο Θεού. Και όταν ο Θεός θέλει, αλλάζει η της φύσεως τάξη.