Οι Τρεις Ιεράρχες

Οι Τρεις Ιεράρχες

Οι Τρεις Ιεράρχες

Ἰωάννου Μ. Φουντούλη


Τ
ὴν 30η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Δὲν πρόκειται περὶ «μνήμης» μὲ τὴν κυρία ἔννοια τῆς λέξεως, δηλαδὴ ἐπετείου τοῦ θανάτου τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ κοινῆς ἑορτῆς, «συνάξεως» κατὰ τὴν λειτουργικὴ ὁρολογία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται, ὡς γνωστὸν , τὴν 1η Ἰανουαρίου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν 25η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 389 μ.Χ, καὶ τὴν 25η Ἰανουαρίου ἐωρτάσαμε τὴν μνήμη του. Τέλος ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε στὴν ἐξορία τὴν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 407 μ.Χ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη τοῦ ὅμως μετετέθη, λόγω τοῦ ὕψους τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς ἡμέρας αὐτῆς, καὶ ἑορτάζεται τὴν 13ην Νοεμβρίου.

Ἡ ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου εἶναι μεταγενεστέρα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν συναντοῦμε στὰ παλαιὰ ἑορτολόγια. Καθιερώθη κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰώνα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 -1118 μ.Χ). Τὴν αἰτία τῆς συστάσεως τῆς κοινῆς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἑορτῆς μᾶς ἀφηγεῖται ἐκτενῶς τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας. «Στάσις», διένεξις, ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ «τῶν ἐλλογίμων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν». Ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας ἄλλοι ἐθεωροῦσαν σπουδαιότερο τὸν Χρυσόστομο, ἄλλοι τὸν Βασίλειο, καὶ ἄλλοι τὸν Γρηγόριο, καὶ ὑποτιμοῦσαν τοὺς ἄλλους δύο. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τρεῖς διαμαχόμενες παρατάξεις: τῶν Ἰωαννιτῶν, τῶν Βασιλειτῶν καὶ τῶν Γρηγοριτῶν.

Στὴν ἔριδα ἔθεσε τέλος ὁ μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, λόγιος καὶ εὐλαβὴς κληρικός. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγησι τοῦ συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς τρεῖς ἁγίους, πρῶτα τὸν καθένα χωριστὰ καὶ ὕστερα καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα: «Ἡμεῖς οἱ τρεῖς εἴμεθα ἕνα, καθὼς βλέπεις, κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζη ἢ νὰ μᾶς κάνη νὰ ἀντιδικοῦμε… Πρῶτος δὲν ὑπάρχει μεταξὺ μας οὔτε δεύτερος… Σήκω λοιπὸν καὶ εἰπὲ σ’ ἐκείνους ποὺ μαλώνουν, νὰ μὴ χωρίζωνται σὲ παρατάξεις γιὰ ἡμᾶς. Γιατί ἡμεῖς καὶ στὴν ζωή μας καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας δὲν ἔχομε ἄλλη ἐπιθυμία, παρὰ νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ ὁμονοῆ ὅλος ὁ κόσμος». Σὰν σύμβολο καὶ ἔκφρασι τῆς ἑνότητος τῶν τοῦ συνέστησαν νὰ συστήση κοινὴ ἑορτὴ καὶ τῶν τριῶν. Ἔτσι ὁ Εὐχαΐτων ἀνέλαβε τὴν συμφιλίωσι τῶν διαμαχομένων μερίδων καὶ συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου. Ἔκρινε τὸν Ἰανουάριο ὡς καταλληλότερο μήνα γιὰ τὸν ἑορτασμὸ των, ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν ἑώρταζαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ διάφορες ἡμέρες, τὴν 1η ὁ Βασίλειος, τὴν 25η ὁ Γρηγόριος καὶ τὴν 27η ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Χρυσοστόμου.

Ἡ σύστασις τῆς ἑορτῆς ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ της. Ἀπετέλεσε τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἑνότητος τῶν μεγάλων διδασκάλων καὶ τῆς συμφιλιώσεως τῶν διισταμένων πρὶν μερίδων. Κοινὴ ἀκολουθία καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς συνέθεσε ὁ Εὐχαΐτων, ἀνταξία τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων. Ἀπὸ τότε σὲ κοινὴ εἰκονογραφικὴ παράστασι περιλαμβάνονται καὶ οἱ τρεῖς, ντυμένοι τὰ ἀρχιερατικὰ τῶν ἄμφια, μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἕνα χέρι, εὐλογοῦν μὲ τὸ ἄλλο, σὰν νὰ παρευρίσκωνται ὄχι μόνον ἐν πνεύματι, ἀλλὰ καὶ ἐν σώματι μεταξύ μας. Καὶ εἶναι πράγματι οἱ αἰώνιοι καὶ ἀθάνατοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐδίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο των, μὲ τὴν ἔξοχο δράσι των, μὲ τὰ σοφὰ των συγγράμματα. Σ’ αὐτοὺς ἐνεσαρκώθη τὸ τέλειο χριστιανικὸ ἰδεῶδες τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασμένου καὶ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου. Καὶ πρὸ πάντων στὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν συνηντήθη ἡ παιδεία, ἡ μόρφωσις καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ κατάρτισις μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια. Ἦσαν οἱ σοφοὶ κατὰ κόσμον καὶ σοφοὶ κατὰ Θεόν. Ἁρμονικωτέρα σύζευξις ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ σ’ ὅλη τῶν τὴν τελειότητα δὲν παρουσιάσθηκε ποτὲ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀπέβη ἑορτὴ τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας διδάσκαλοι καὶ πρότυπα ὑπῆρξαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι.

Καὶ τῆς χριστιανικῆς ὅμως λατρείας ὑπῆρξαν δημιουργικὰ στοιχεῖα οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι. Ὄχι μόνο τὴν ἐτέλεσαν, ὡς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ συνέβαλαν στὴν διαμόρφωσι καὶ ἐξέλιξί της. Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὰ ὀνόματα καὶ τῶν τριῶν ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις συνέδεσε τὴν συγγραφὴ τριῶν λειτουργιῶν: τῶν δύο γνωστῶν βυζαντινῶν λειτουργιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ μίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου. Ἐξ ἄλλου καὶ στοὺς τρεῖς, καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Μέγα Βασίλειο, ἀποδίδονται σειρὲς ὁλόκληρες εὐχῶν, ποὺ κοσμοῦν τὰ λειτουργικά μας βιβλία. Εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἡ συμβολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν διαμόρφωσι τῶν «εὐκοσμιῶν τοῦ βήματος» καὶ τῶν διατάξεων τῶν εὐχῶν, καθὼς καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀναζωογόνησι τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μεταξύ τοῦ ποιμνίου του στὴν Κωνσταντινούπολι. Ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ ποιητὴς καὶ οἱ ὕμνοι του, ἂν καὶ δὲν ἔχουν εἰσαχθῆ στὴν λατρεία μας, μποροῦν νὰ καταταγοῦν μεταξὺ τῶν καλλιτέρων καὶ ὡραιοτέρων προϊόντων τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως.

Μπορεῖτε νὰ ἰδῆτε στοὺς βυζαντινούς μας ναοὺς νὰ εἰκονίζωνται οἱ τρεῖς ἱεράρχαι στὴν κόγχη τοῦ ἁγίου βήματος, μὲ τὰ εἰλητάρια τῆς Θείας Λειτουργίας στὰ χέρια, νὰ περιβάλλουν τὸ θυσιαστήριο σὰν νὰ λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως, ὄχι μόνο στὸ ὑπερουράνιο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τελοῦν τὰ μυστήρια σήμερα. Σὰν νὰ παρακάθηνται μαζὶ μὲ ἡμᾶς στὴν ἴδια κοινὴ ἱερὰ τράπεζα καὶ νὰ μετέχουν τῆς ἰδίας πνευματικῆς τροφῆς.

Καὶ σὲ μία ἄλλη εἰκονογραφικὴ παράστασι θὰ συναντήσετε τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας. Στὴν μεγάλη ἐξεικόνησι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ποὺ ζωγραφεῖται ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ζωγράφους στοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν ἐπάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν κυρία πύλη τοῦ ναοῦ. Στὴν ὁμάδα τῶν σεσωσμένων, ποὺ εἰσέρχονται στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, θὰ διακρίνετε εὔκολα τὶς τρεῖς σεβάσμιες μορφὲς των, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσε ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὅπως περιγράφονται στὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς των: «Ἦσαν δὲ τὴν θέσιν τοῦ σώματος καὶ τὴν μορφὴν οἱ ἅγιοι οὗτοι, ἔχοντες οὕτως: Ὁ μὲν θεῖος Χρυσόστομος, τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἦν βραχὺς πάνυ τὴν ἡλικίαν, μεγάλην κεφαλὴν τοῖς ὤμοις αἰωρῶν, ἰσχνὸς εἰς τὸ ἀκριβέστατον, ἐπίρρινος, εὐρύς τούς μυκτήρας, ὠχρότατος μετὰ τοῦ λευκοῦ, κοίλους τούς κόχλους τῶν ὀφθαλμῶν ἔχων καὶ βολβοῖς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, ἐφ’ οἷς καὶ συνέβαινε, χαριέστερον, ταῖς ὄψεσιν ἀποστίλβειν, εἰ καὶ τῷ λοιπῷ χαρακτήρι τὸν ἀχθόμενον παρεδήλου· ψιλὸς καὶ μέγας τὸ μέτωπον καὶ πολλαῖς ταῖς βολίσι κεχαραγμένος· ὦτα περικείμενος μεγάλα καὶ τὸ γένειον μικρὸν καὶ ἀραιότατον, ὑποπολιαῖς ταῖς θριξὶν ἐξανθῶν, τὰς σιαγόνας πεπιεσμένας εἴσω ἔχων τῇ νηστείᾳ εἰς τὸν ἀκρότατον… Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος ἦν τὴν θέσιν τοῦ σώματος εἰς πολὺ μῆκος ἐπὶ τοῦ ὀρθίου σχήματος ἀναδραμῶν· ξηρὸς καὶ λιπόσαρκος, μέλας τὸ χρῶμα, ὠχρότητι τὸ πρόσωπον σύγκρατος· ἐπίρρινος, εἰς κύκλον τὰς ὀφρὺς περιηγμένος· τὸ ἐπισκύνιον συνεσπακῶς, φροντιστικῷ ἐοικῶς, ὀλίγαις τὸ πρόσωπον ἁμαρυγαῖς ρυτιδούμενος· ἐπιμήκης τὰς παρειᾶς· κοῖλος τούς κροτάφους, ἠρέμα ἔχων ἐν χρῷ κουρίας· τὴν ὑπήνην ἀρκούντως καθειμένος καὶ μεσαιπόλιος… Ὁ δὲ γὲ ἱερὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κατὰ τὸν τύπον τῆς ἡλικίας τοῦ σώματος ἐτύγχανε μέτριος· ὑπωχρὸς βραχὺ μετὰ τοῦ χαρίεντος· σιμός, ἐπ’ εὐθείας τὰς ὀφρὺς ἔχων· ἥμερον βλέπων καὶ προσηνὲς θάτερον, τῶν ὀφθαλμῶν, ὃς ἦν δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος,ὅν καὶ οὐλὴ κατὰ τὸν κανθὸν συνῆγε· τὸν πώγωνα οὐ βαθύς, δασὺς δὲ ἐπ’ εὐθείας, ἱκανῶς φαλακρὸς ταῖς θριξί, τὰ ἄκρα τῆς γενειάδος ὡς περικεκαπνισμένα ὑποφαίνων».

Ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὰ τρία μεγάλα αὐτὰ τέκνα της. Σοφοὺς διδασκάλους καὶ Πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ μᾶς διδάσκουν διαρκῶς μὲ τὴν θεία σοφία τῶν λόγων καὶ τῶν παραδειγμάτων τῶν· ἱερουργοὺς ἐνθέους τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, συλλειτουργοῦντας μαζί μας καὶ συνδοξολογοῦντας τὸν Θεό· πολίτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Καὶ πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ὑπηρετοῦν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς λατρείας μας. Τὸ ἑορτολόγιο, ποὺ φέρνει στὴν μνήμη μας τὰ ἱερὰ αὐτὰ πρόσωπα κατ’ ἔτος. Ἡ ὑμνογραφία, ποὺ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἐγκωμιάζει τοὺς ἀγώνας καὶ τὴν δόξαν των. Τὰ συναξάρια, ποὺ μᾶς περιγράφουν τὸν βίο καὶ τὰς ἀρετᾶς των. Ἡ εἰκονογραφία ποὺ ἀνιστορεῖ τὶς ἱερὲς μορφὲς των καὶ μᾶς δίδει τὴν δυνατότητα νὰ βλέπωμε σὰν ζωντανὰ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ἀναστήματα.

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στὴν Ἐκκλησία μας. Νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀδιάλειπτο καὶ ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στὴ γῆ αὐτὴ εἴτε στὴν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ μόνο ζῶντες, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς ἡνώθησαν διὰ τῶν μυστηρίων μὲ τὸν αἰώνιο καὶ ἀθάνατο χορηγό τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό. Ὅλοι μαζὶ συνδοξολογοῦν καὶ συνυμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ δέονται οἱ ζῶντες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ οἱ κεκοιμημένοι γιὰ τοὺς ζώντας. Ὅλοι εἶναι πολίται τῆς Βασιλείας, μὲ τὴν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.

Ἡ ἀκολουθία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν συντάκτη τοῦ συναξαρίου τῆς ἑορτῆς τῶν στὸν Ἰωάννη τὸν Μαυρόποδα, μητροπολίτη Εὐχαΐτων, ποὺ «τὴν ἑορτὴν ταύτην παρέδωκε τὴ Ἐκκλησία ἑορτάζειν Θεῷ» καὶ συνέταξε γι’ αὐτὴν κανόνες, τροπάρια καὶ ἐγκώμια. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Μαυρόποδα συνέβαλαν καὶ ἄλλοι ὑμνογράφοι στὴν ὁλοκλήρωσι τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Τὰ ἰδιόμελα τῆς λιτῆς καὶ τὰ στιχηρὰ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ ἀποδίδονται στὸν Νεῖλο Ξανθόπουλο, τὸ δὲ ἰδιόμελο στὸ «Καὶ νῦν» τῶν ἀποστίχων εἶναι ποίημα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ. Ρητῶς στὸν Ἰωάννη ἀποδίδονται οἱ τρεῖς κανόνες. Θὰ παρατεθοῦν τὸ πρῶτο στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ του δ΄ ἤχου, προσόμιό του «Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσι», «Τὰ τῆς χάριτος ὄργανα…». Τὸ πρῶτο τῶν ἀποστίχων τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, προσόμοιό του «Χαίροις ἀσκητικῶν», «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ τριάς…». Τὸ πρῶτο τῶν στιχηρῶν τῶν αἴνων τοῦ β΄ ἤχου, προσόμοιό του «Ποίοις εὐφημιῶν», «Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασι στεφανώσωμεν τοὺς διδασκάλους…» καὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελο τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, «Σαλπίσωμεν ἐν σάλπιγγι ἀσμάτων…». Εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς.