Λόγος εις την αγίαν εορτήν των Φώτων

Λόγος εις την αγίαν εορτήν των Φώτων

Λόγος εις την αγίαν εορτήν των Φώτων

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Χθες εκκλησιαζόμενος και εγώ μαζί σας και προεορτάζων την ημέρα των Φώτων, σας ανέπτυξα τα αρμόζοντα, και είπα προς την αγάπην σας περί του Βαπτίσματος του Χριστού, του οποίου ημείς ηξιώθημεν, ότι δηλαδή είναι επίγνωσης του Θεού και υπόσχεσης προς τον Θεόν. Πίστης μεν και επίγνωσης της εν Θεώ αληθείας, συνθήκη δε και υπόσχεσης δια έργα και λόγους και συμπεριφορές αρέσκοντα εις τον Θεόν. Υπελείπετο δε να ομιλήσωμεν δι’ εκείνο το χωρίον του Ευαγγελίου που ανεγνώσθη τώρα και λέγει: Και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί και είδεν (ο Ιωάννης) το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ως περιστεράν και ερχόμενον επ’ Αυτόν. Και ιδού φωνή εκ των ουρανών λέγουσα: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν Ω ευδόκησα.» 

Μέγα και υψηλό είναι, αδελφοί, το μυστήριον του Βαπτίσματος του Χριστού, το οποίον περιέχεται εις τους ολίγους αυτούς λόγους” δυσθεώρητο και δυσερμήνευτο και όχι ολιγότερων δυσκατάληπτον. Όπως λοιπόν κατά την δημιουργία, μετά τον λόγον του Θεού: Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέρα και καθ’ ομοίωσιν, επλάσθη εις το πρόσωπον του Αδάμ η φύσις μας, και εφάνη εις αυτήν (την ανθρώπινη φύσιν μας), ο τριαδικός χαρακτήρ της καθ’ υπόστασιν δημιουργού Τριαδικής Θεότητος, δια του εμφυσήματος εις τον Αδάμ του ζωαρχικού Πνεύματος του Θεού, ενώ κατά την δημιουργία των υπολοίπων κτισμάτων που έγιναν μόνον με λόγον (είπε και εγενήθησαν), μόνον ο Υιός Λόγος και ο λέγων Πατήρ εφανερώθησαν, έτσι και τώρα, οπότε αναδημιουργείται η φύσις μας εν Χριστώ, φανερούμενον το άγιον Πνεύμα, δια της καθόδου του από τους ουρανούς επί τον Χριστόν τον βαπτιζόμενον εις τον Ιορδάνη, φανέρωσε το μυστήριον της σωτηρίας των λογικών κτισμάτων, υπό της ανωτάτης και τα πάντα δημιουργούσης Τριάδος.

Άλλα δια ποίον λόγον κατά την στιγμήν που δημιουργείται και κατά την στιγμήν που αναδημιουργείται ο άνθρωπος, φανερώνεται το μυστήριον της αγίας Τριάδος;
Όχι μόνον διότι από όλα τα επίγεια κτίσματα ο άνθρωπος είναι ο μόνος μύστης και προσκυνητής αυτής, αλλά διότι είναι και ο μόνος που επλάσθη κατ’ εικόνα της. Διότι τα μεν άλογα ζώα έχουν μόνον ζωτικόν πνεύμα, το οποίον μάλιστα δεν είναι αθάνατον, στερούνται δε τελείως νου και λόγου. Τα δε υπέρ αίσθησιν όντα, δηλαδή οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι, ως νοεροί και λογικοί έχουν νουν και λόγον, άλλ’ όχι και πνεύμα ζωοποιούν, διότι δεν έχουν ούτε και σώμα δια να ζωοποιηθεί από αυτό. ο άνθρωπος δε μόνος, κατ’ εικόνα της τρισυποστάτου θεότητος, έχει νουν και λόγον και πνεύμα, και συνεπώς, ζωοποιεί το σώμα, επειδή έχει και σώμα.

και ιδού, λέγει, ανεώχθησαν Αυτώ οι ουρανοί. Συγκεντρώσατε λοιπόν τον νουν σας, αδελφοί, παρακαλώ, και προσέξατε με ακρίβεια εις τα λεγόμενα, και την σημασία των, δια να καταλάβετε την δύναμιν του μυστηρίου της Βαπτίσεως του Χριστού. Η κατάδυσης λοιπόν του Χριστού εις το ύδωρ, προεικόνιζε την κατάβασίν του εις τον Άδη. Έτσι κατά τον αυτόν τρόπον, και η ανάστασίς του από το ύδωρ, προεικόνιζε την Ανάστασίν του εκ νεκρών. Κατά φυσικό λοιπόν λόγον και ακολουθία, μόλις ανέβηκε από το ύδωρ, αμέσως άνοιξαν δι’ αυτόν οι ουρανοί. Διότι και κατά την καθοδόν του εις τον Αδη, όταν εκρύβη υπέρ ημών εις την γήν και ανέστη έπειτα, άνοιξε τα πάντα και δια τον εαυτόν του και δι’ ημάς” όχι δηλαδή μόνον τα υπόγεια και τα επίγεια, αλλά και αυτόν τον ανώτατον ουρανόν, εις τον οποίον αργότερον, όταν ανελήφθη σωματικώς, «πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθε». Έχων δε ο Χριστός ψυχήν και σώμα, τα οποία προσέλαβε από εμάς για χάριν μας, δια μεν του σώματος υπέστη τα πάθη και τον θάνατον και την ταφή υπέρ ημών, και ανέδειξε την ανάστασιν του εκ του τάφου αθανασίαν και αυτού του σώματος, και παρέδωκε εις ημάς να τελώμεν εις ανάμνησιν την αναίμακτον Θυσίαν, και να απολαμβάνωμεν δι’ αυτής την σωτηρίαν. Δια δε της ψυχής, κατήλθεν εις τον Αδη, και επανήλθε, και μετέδωσε σε όλους φως αϊδιον και ζωήν” και ως δείγμα τούτου, μας παρέδωκε να τελούμε το άγιον Βάπτισμα, και δι’ αυτού να έχομεν την σωτηρίαν, εφ’ όσον με κάθε ένα από τα δύο μυστήρια -Θείαν Ευχαριστία και Βάπτισμα- θεοποιούνται αμφότερα, και ψυχή και σώμα, δεχόμενα τα σπέρματα της αθανάτου ζωής. Διότι από τα δύο αυτά μυστήρια κρέμεται όλη η σωτηρία μας, εφ’ όσον εις αυτά συγκεφαλαιούται όλη ή σωτηρία του Θεού Λόγου.

Ο Ευαγγελιστής είπεν : «Ανεώχθησαν Αυτώ οι ουρανοί», όχι ο ουρανός. Οι ουρανοί, δηλαδή όλοι, τα άνω όλα, ώστε βλέποντας συ κάτι από όσα ευρίσκονται πάνω από εμάς, να μη νομίσεις ότι υπάρχει κάτι υπερκείμενο και ανώτερο του βαπτισθέντος Χριστού, αλλά να εννοήσεις μίαν θείαν φύσιν και θεία δεσποτεία, η οποία φθάνει από τα υπέρ τον ουράνιον κύκλω άπειρα διαστήματα, μέχρι τα μέσα του σύμπαντος και τα ιδικά μας έσχατα, δηλαδή πληροί τα πάντα, και δεν αφήνει τίποτα εκτός της κυριαρχίας Της, και συγκρατεί και περιέχει σωτηριωδώς τα πάντα, και εκτείνεται πέραν από όλα, γνωριζομένη εις τρία πρόσωπα ενούμενα απορρήτως. Ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί, ούτως ώστε να δειχθεί φανερότατα ότι Αυτός είναι εκείνος που υπάρχει, και προ της δημιουργίας των ουρανών και προ της δημιουργίας όλων των όντων, ηνωμένος με τον Θεόν, και Θεού Λόγος, και Υιός, χωρίς όμως να εχη προγενέστερο του τον Πατέρα, και έχοντας, μαζί με τον Πατέρα, όνομα, το υπέρ πασαν λογικήν και υπερ παν όνομα. Διότι όταν όλα τα ορατά εγκόσμια και τα υπερκόσμια που ευρίσκονται μεταξύ του, και του ουρανίου Πατρός του, εσχίσθησαν και εχωρίσθησαν, αυτός ο Χριστός μόνος εφανερώθη να είναι ενωμένος μετά του Πατρός και του Πνεύματος, όπως και προ της δημιουργίας των όντων υπήρχε.

«Ανεώχθησαν Αυτώ οι ουρανοί», λέγει ο Ματθαίος. Και όπως λέγει ο Μάρκος «εσχίσθησαν». Λέγει δηλαδή: Αναβαίνων από του ύδατος, είδε σχιζομένους τους ουρανούς. Πώς λοιπόν ο μεν ένας Ευαγγελιστής είπεν ότι ανοίχθηκαν και ο άλλος ότι εσχίσθησαν; Δια να μη διαφύγη από όσους ακούουν συνετώς, ότι είναι διπλός ο τρόπος του μυστηρίου. Διότι με το ρήμα ανοίχθηκαν έδειξε ότι οι ουρανοί ήσαν κλεισμένοι από πριν δια τους ανθρώπους, ένεκα της αμαρτίας και της παρακοής μας εις τον Θεόν. Διότι μετά την παρακοή εις τον Θεόν και τον λόγον: «γη ει, και εις γην απελεύση», εκλείσθησαν οι ουρανοί δια τον πεσόντα Αδάμ. Κατά φυσικό λοιπόν λόγον, όταν εφάνη ο Χριστός υπήκοος κατά πάντα και, όπως ο ίδιος είπεν στον Ιωάννη, «πληρώσε πάσαν δικαιοσύνην δια του Βαπτίσματος», Του ανοίχθηκαν οι ουρανοί.

Οι ουρανοί λοιπόν έδειξαν δια έργου ότι εις όλα τα κτιστά είναι αχώρητος ή δύναμις αυτή και ή ενέργεια του αγίου Πνεύματος, την οποίαν έλαβε κατά σάρκα ο Χριστός, και δια τούτο, και όταν αυτή εφανερώθη και διάβαινε προς την θεουπόστατον εκείνη σάρκα, επειδή δεν Την εχώρουν, εσχίσθησαν οι ουρανοί. Ορθώς λοιπόν είπεν ο Ιώβ προς τον Θεόν: ότι «ουδέ ο ουρανός καθαρός ενώπιον Σου». Και ουρανόν λέγοντας εννοούσε τους εις τον ουρανόν αγγέλους και αρχαγγέλους, τα πολυόμματα Χερουβίμ, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, την άλλην όλην υπερκόσμιο φύσιν. Φυσικώς λοιπόν ούτε ο ουρανός, δηλαδή οι άγγελοι, είναι καθαροί ενώπιον του Θεού των ουρανών. Διότι, αν και συνεχώς καθαίρωνται και φωτίζονται υπό της ανωτάτης και θεϊκής ιεραρχίας, υπολείπονται από την υπερτέλειων καθαρότητα Αυτής. Μόνον δε η θεοϋπόστατος ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, επειδή είναι Ομόθεος, έχει και την καθαρότητα υπερτελείαν, και είναι χωρητική όλης της λαμπρότητος και της δόξης και της δυνάμεως και της ενεργείας του θείου Πνεύματος. Δια τούτο όχι μόνον οι ουρανοί ανοίχθηκαν, αλλά και οι ίδιοι οι Άγγελοι υπεχώρησαν ενώπιον της καθόδου αυτής του αγίου Πνεύματος προς τον Χριστόν.

Βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβει ευθύς από του ύδατος, «και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί». ο δε Λουκάς λέγει ότι ενώ προσηύχετο ο Χριστός, ανοίχθηκαν οι ουρανοί: «εγένετο γαρ του Ιησού βαπτισθέντος και προσευχομένου, ανεωχθήναι τον ουρανόν». Διότι και όταν κατέβει εντός του ύδατος, και όταν ανέβαινε από το ύδωρ, προσηύχετο” διδάσκοντας μας δια έργων, ότι δεν πρέπει μόνον ο ιερεύς και τελεστής των μυστηρίων να προσεύχεται, αλλά και ο δεχόμενος το μυστήριον, κάθε μυστήριον, πρέπει να προσεύχεται. Και αν μεν ο ιερεύς είναι τελειότερος ως προς την αρετήν και αναπέμπει εκτενέστερα προσευχήν, διαβαίνει δι’ αυτού ή χάρις και προς τον πιστόν! Εάν δε είναι αξιότερος ο πιστός και προσεύχεται εκτενέστερα, ο Θεός ο θελητής του ελέους -ω της αφάτου χρηστότητος! – δεν αρνείται να μεταδώσει την χάριν εις τον ιερέα. Όπως και τώρα φανερώς έγινε με τον Ιωάννη, ο οποίος ύστερα μαρτυρεί παρρησία: «εκ του πληρώματος Αυτού ημείς πάντες ελάβομεν». (Δηλαδή όλοι εμείς ελάβομεν από το πλήρωμα της χάριτος του Ιησού).

Διατί δε μόνον εις τον Ιησούν, όταν προσηύχετο, ήνοιξεν ο ουρανός, εις ουδένα δε άλλον προ αυτού; Τί λέγεις; Εάν εκείνος ο οποίος, ακόμη έμβρυο, κατάλαβε την θεανδρική οικονομία του ενυποστάτου Λόγου του Θεού, και όχι μόνον σκίρτησε εν αγαλλιάσει θείου Πνεύματος εξ αυτής της μητρικής κοιλίας, αλλά και εις την κυοφορούσαν αυτόν μητέρα του μετέδωσε χάριν, ο οποίος με την γεννησίν του έλυσε το στόμα του πατρός του, το οποίον δι’ αυτόν εδέθη με αφωνία δια προσταγής αγγέλου, εάν εκείνος ο οποίος είναι θρέμμα της ερήμου, ο υψηλότερος μεταξύ των υιών των ανθρώπων και μεγαλύτερος μεταξύ των προφητών όλων των αιώνων, δεν ήτο ικανός να λύση τον ιμάντα του υποδήματος του Χριστού, πώς θα ήτο κάποιος από τους υπολειπομένους του εις αξίαν, ικανός να ανοίξη τον ουρανόν ή μάλλον τα επουράνια; Δια να δης δε και το ύψος της υπεροχής του βαπτιζομένου σήμερον κατά σάρκα απέναντι όλων, εκείνο μελέτησε. Εγράφη ΟΤΙ «ανεώχθησαν Αυτώ οι ουρανοί». Εδηλώθη δε δια έργων εις ημάς ότι όχι απλώς οι ουρανοί, αλλά ο ίδιος ο κόλπος του ανωτάτου Πατρός ανοίχθη εις αυτόν. Και από εκεί προήλθεν το Πνεύμα και η φωνή η οποία μαρτύρησε δια την γνησιότητα της υιότητος. Και οι ουρανοί είναι κήρυκες αυτού του γεγονότος, ωσάν κάποια παγκόσμια στόματα που ηνοίχθησαν, όχι μόνον δια τους εν ουρανοίς αγγέλους αλλά και δια τους επί γης ανθρώπους, δια να διατρανώσουν εις όλους την κατά την ουσία και δύναμιν και δεσποτεία του παντός ομοτιμία του Υιού προς τον ουράνιον Πατέρα, και το εκπορευόμενον εξ αυτού Πνεύμα. Μόνον εις αυτόν λοιπόν προσευχόμενον, ανοίχθησαν οι ουρανοί, και μόνος αυτός ανέγνωσε τους λόγους της προνοίας τους εξ αιώνος και εις αιώνας, καθώς και τους εις τον πατρικόν κόλπον αποκρύφους θησαυρούς της σοφίας, τα ανεξερεύνητα βάθη και τα μυστήρια του Πνεύματος.

«Βαπτισθείς ο Ιησούς, ανέβει ευθύς από του ύδατος και ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί». Βλέπετε ότι το άγιον Βάπτισμα είναι η πύλη των ουρανών, που εισάγει εκεί τους βαπτιζομένους; Διότι δεν είπεν απλώς ανοίχθηκαν, αλλά ανοίχθηκαν δι’ αυτόν οι ουρανοί. Αλλά όλα όσα έγιναν εις αυτόν, δια ημάς έγιναν. Λοιπόν δια ημάς ανοίχθηκαν οι ουρανοί, και με ανοιγμένας τελείως τας πύλας των, περιμένουν την είσοδόν μας. Δια ημάς ανοίχθηκαν οι ουρανοί και ημάς καθάρισε. Διότι δεν εχρειάζετο ο ίδιος κάθαρσιν ή άνοιγμα ουρανών.

Και είδεν αυτά ο Ιωάννης, δια να ημπορεί να λέγει εις όσους θα ερωτούσαν ύστερον: «Καγώ εώρακα, και μεμαρτύρηκα, ότι ούτος εστίν ο Χριστός, ο του Θεού υιός». Είδε λοιπόν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού να καταβαίνει ως περιστερά και να έρχεται επί τον Χριστόν. Μαρτυρεί δε και η μορφή της περιστεράς, την καθαρότητα του Χριστού. Διότι αυτό το πτηνό δεν ίπταται πάνω από τόπους ακάθαρτους και δυσώδεις. Και μαρτυρεί μαζί με την φωνή του Πατρός άνωθεν την λέγουσα κατά την ιδίαν στιγμήν: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν Ω ευδόκησα». Δηλαδή αυτός είναι τον οποίον δεικνύει το πνεύμα μου ως συναίδιον Υιόν. Διότι ο Πατήρ χρησιμοποιών ως δάκτυλον το ίδιον και συναίδιον και ομοούσιον και υπερουράνιο Πνεύμα, με την φωνή του, και δακτυλοδεικτώντας άνωθεν συγχρόνως και δεικνύοντας την συνάφεια του προς αυτόν τον βαπτιζόμενον εν τω Ιορδάνη, απέδειξε αυτόν υιόν του αγαπητόν φανερώς, και τον κήρυξε εις όλους.

Αναβιβάζεται δε και η ιδική μας φύσις, συνθεωρουμένη αχώριστος με τον Υιόν του Θεού, προς εκείνη την αξία, ώστε ημείς βαπτιζόμενοι, να αποδυώμεθα τον παλαιόν άνθρωπον και να ενδυώμεθα τον Χριστόν, τον νέον Αδάμ. Διότι εφ’ όσον ο μονογενής Υιός του Θεού έλαβε την δική μου φύσιν και την εκαινούργησε, ενωθείς υποστατικώς μαζί της, μετέδωσεν εις αυτήν εκ της χάριτος του, και ο κάθε ένας από εμάς λαμβάνει από Αυτόν την άφεσιν των αμαρτημάτων. Και την μεν φύσιν μας την οποίαν προσέλαβε από ημάς προς χάριν μας, την εκαινούργησεν, και ηγιασμένην και δικαιωμένην την έδειξε υπήκοον εις τον Πατέρα κατά πάντα, με εκείνα τα έργα τα οποία ο ίδιος έπραξε και έπαθε ηνωμένος με αυτήν υποστατικώς. Εις κάθε ένα δε από ημάς τους πιστούς, όχι μόνον την φύσιν αλλά και την υπόστασιν εκαινούργησε και χάρισε την άφεσιν των αμαρτιών δια του βαπτίσματος, δια της τηρήσεως των εντολών του, δια της μετανοίας, την οποίαν χάρισε εις τους πταίοντας, και δια της μεταδόσεως του Σώματος του και του Αίματος του.

Με το να ειπεί δε ο Πατήρ άνωθεν ότι: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν Ω ευδόκησα», έδειξε ότι όλα τα άλλα οσα ελέχθησαν δια των προφητών, αι νομοθεσίαι, αι επαγγελίαι, αι υιοθεσίαι, ήσαν ατελή και απέβλεπαν προς τον τωρινό σκοπό, και εξεπληρώθησαν δια του σημερινού μυστηρίου. Αλλά και αυτή ακόμη η από αρχής καταβολή του κόσμου, προς Τούτον απέβλεπε, τον κάτω μεν ως υιόν ανθρώπου βαπτιζόμενον, άνωθεν δε μαρτυρούμενον ως μόνον Υιόν αγαπητόν, δια τον οποίον και δια του οποίου έγιναν τα πάντα. Λοιπόν και η Απ’ αρχής δημιουργία του ανθρώπου, δι’ Αυτόν έγινε. Και ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα Θεού, δια να μπορέσει κάποτε να χωρέσει το αρχέτυπο. Και ο νόμος εις τον Παράδεισον ο δοθείς υπό του Θεού, δι’ Αυτόν εδόθη. Διότι δεν θα τον έδιδε ο Θεός, εάν επρόκειτο να μείνει δια πάντα ανεφάρμοστος. Και όσα μετά από τον νόμον αυτόν ελέχθησαν και ετελέσθησαν υπό του Θεού, δι’ Αυτόν έγιναν σχεδόν όλα’ και μπορούσε να προσθέση κανείς και τα υπερκόσμια όλα, τας αγγελικάς δηλαδή φύσεις και ταξεις και τας ουρανίους θεσμοθεσίας. Εις τούτον τον σκοπό όλα άπ’ αρχής έχουν διακονήσει, δηλαδή την θεανδρική οικονομία. Διότι το τέλειον και αγαθόν θέλημα του Θεού είναι ευδοκία. Αυτός δε ο Χριστός είναι ο μόνος, εις τον οποίον ευδοκεί και αναπαύεται και αρέσκεται τελείως ο Πατήρ. Αυτός είναι ο θαυμαστός σύμβουλος, ο της μεγάλης βουλής άγγελος, ο ακούων και ομιλών κατά το θέλημα του Πατρός του, και παρέχων ζωήν αιώνιων εις όσους τον υπακούουν. Αυτήν την αιώνιο ζωήν ας επιτύχωμεν όλοι, εν Αυτώ τω βασιλεί των αιώνων Χριστώ, εις τον οποίον αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μετά του Ανάρχου του Πατρός και του παναγίου και αγαθού και ζωοποιού Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν