Όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, έβαλε μέσα του ένα Θείο σπέρμα, σαν ένα είδος λογισμού πιο θερμού και φωτεινού, να έχει τη θέση της σπίθας, για να φωτίζει το νου και να του δείχνει να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Αυτό ονομάζεται συνείδηση και είναι ο φυσικός νόμος2.
Αυτός είναι τα πηγάδια που ανοίγει ο Ιακώβ, όπως ακριβώς είπαν οι Πατέρες, και τα παράχωναν οι Φιλισταίοι3. Μ’ αυτό το νόμο, δηλαδή με τη συνείδηση, συμμορφώθηκαν οι Πατριάρχες και όλοι οι Άγιου που έζησαν πριν από τον γραπτό νόμο και ευαρέστησαν στον Θεό. Επειδή όμως αυτή παραχωρήθηκε και καταπατήθηκε από τους ανθρώπους με την προοδευτική εξάπλωση της αμαρτίας, χρειασθήκαμε τον γραπτό νόμο, χρειασθήκαμε τους αγίους Προφήτες, χρειασθήκαμε την ενανθρώπηση του Ίδιου του Δεσπότη μας Ιησού Χριστού, για να την ξαναφέρει στο φως και να την αναστήσει, για να ξαναδώσει ζωή, με την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, σ’ εκείνη τη σπίθα που ήταν παραχωμένη.