
Λόγος στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου

Αγίου Ανδρέου Κρήτης
Το περιεχόμενο της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, που πάνω σε αυτές στηρίζεται η Βασιλεία των ουρανών και, να απέχουν από την θεομίσητο αλαζονεία, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπο από κάθε φιλόχριστο αρετή.
Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήσει να μιμηθεί την επιστροφή και τη μετάνοια του Τελώνη και δεν θα αποστραφεί την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωση συνδέεται με τον Χριστό, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανο δαίμονα;
Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτο από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολο. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχη Αδάμ από τον Παράδεισο. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια θεραπεύθηκε, ενώ του άλλου το πάθος κατάντησε έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώση, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τίς γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Αύτη ήταν η ματαιότητα και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταία ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένη γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένο δένδρο, φτιάχνει τη φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.
Και με ένα λόγο, η ταπείνωση είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησης της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωση συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομία, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αλήθεια ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίο, τύμπανο κενό που ματαίως αλαλάζει. Αλήθινά σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφο απ’ έξω, αλλά εσωτερικά σάπιος και άχαρος.
Ανέβηκε στον ναό ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβηκε και σωματικά και ψυχικά. Ανέβηκε στον ναό ο Φαρισαίος σωματικά, όχι όμως και ψυχικά. Διότι ο μεν ένας ανέβηκε κατεβαίνοντας ψυχικά με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβηκε ψυχικά ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβηκε με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο, ενώ ο άλλος κατέβηκε κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγό της υπερηφάνειας. Ο ένας ανέβηκε με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβηκε από τις αρετές, και από αυτές πέρασε στις κακίες.
Πολλοί έρχονται μέσα στον ναό, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητάς του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννη. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεό, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλο. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερό ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερο τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνο τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργό Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.
Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεό, εσωτερικά δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεό. Διότι δεν τηρεί την εντολή «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετή στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Νόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογεί ότι δεν έχει, και να λέγει: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».
Πράγματι αποβάλλει την αρετή αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθηνά, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνο ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρό τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύσει. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερό, και δεν διαφέρει από τον διάβολο, ο οποίος εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφι.
Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέρα επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.
Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωή ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιο: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμό των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίο ως παράδειγμα των υπερήφανων, τον δε Τελώνη ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένη καρδία, ώστε να μας διδάξει όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.
Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολή ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεό, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερο βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρύτερη από κάθε κακία, και απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό. Ενώ η ταπείνωση με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεό. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτία δικαιώθηκε και αξιώθηκε της σωτηρίας.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (αφού στάθηκε, για λίγο) πρός ἑαυτόν, εἷπε· Ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις.
Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφό, συνετό, ευγενή, πλούσιο, δυνατό, δίκαιο και ανώτερο από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακό γεννημένο από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθεί κάθε υβριστή και υπερήφανο, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.
Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την δική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγή και από τα άλλα κακά· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;».
Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την δική του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν μπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώσει κάτι καλό. «Χωρίς ἐμοῦ» λέγει ο Χριστός «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Και ο Απόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» και «οὐκ ἐγώ δέ. ἀλλ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» και «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν". Και ο Προφήτης, «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἷκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».
Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθεί με το αυτεξούσιο της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχία από ψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσουμε να επιτελέσουμε. «Οἷδα γάρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ».
Μη λοιπόν θεωρούμε δικές μας τις νίκες στους αγώνες. Δική μας είναι μόνον η προαίρεσης για το καλύτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησης της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ἠμπορῶ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησης. «Τί γάρ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δἐ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;».
«Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (όσα αποκτά, όχι όσα έχει). Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνη ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικά απέναντι από τη μοιχεία την νηστεία· επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστεία, καυχιόταν ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Καυχήθηκε ότι τόσο εναντιώνεται στην αρπαγή και στην αδικία, ώστε να δίδει και τα δικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιναν το ένα δέκατο από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτο δηλαδή της περιουσίας τους.
Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιναν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν γίνονταν περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλους και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκο. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισή περιουσία τους την έδιναν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύονται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιο λέγει: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
«Ὁ δέ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (είχε σταθεί πολλή ώρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἷκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχε έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήσει μπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος· αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλή συντριβή και κατάνυξη έλεγε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικό Κύριο.
Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλύτερα και βαρύτερα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνουμε, να επιστρέφουμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να κατορθώνουμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απαλλάγηκε από τα αμαρτήματα, επειδή δέχθηκε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονή, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρο της ατιμίας, επειδή δικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτη ζωή και την αμαρτία επανήλθε στην μακάρια ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος ταπεινώθηκε εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνουμε τα δικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα δικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχει πολλές αρετές. Πραγματικά είναι μεγάλο πράγμα το να μη κατακρίνουμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί.
Εμείς όμως, αφήνοντας τις δικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμαστε δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνουμε τους άλλους, γινόμαστε ένοχοι και είμαστε άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «ᾮ γάρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καί κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολή, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θεία εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.
Αλλά ας μεταφέρουμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν δούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχουμε τις δικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θωρούμε τα δικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που αμάρτησε, ίσως και την ώρα της αμαρτίας να μετανόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε.
Γι’ αυτό δικαιώθηκε, και διασώθηκε από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία καταδικάστηκαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζουμε για να υψωθούμε, να γίνουμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσουμε την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν δικαιώθηκε ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίο των αμαρτημάτων του. Ας μισήσουμε την υψηλοφροσύνη, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατακρίθηκε και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατακρίθηκε. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, δικαιώθηκε.
Διότι ο Θεός είδε με συμπάθεια τον στεναγμό του Τελώνου, και την συντριβή του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού δέχθηκε το «ιλάσθητι» τον δικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερήφανου Φαρισαίου τις σιχάθηκε και τις αποστράφηκε, και τον καταδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθουμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνουμε μεγάλα κατορθώματα.
Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά· και αν γίνουμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνόμαστε και να μην έχουμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσουμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι εσμέν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».
Είναι αναγκαίο και απαραίτητο χρέος να προσφέρουμε στον Θεό των όλων την δουλική ταπείνωση, την υπομονή, την υποταγή, την υπακοή, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνουμε και να προσκυνούμε το πανάγιο θέλημά του, και να μην αισθανόμαστε σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλόμαστε στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμαστε πολλή ωφέλεια. Ας μάθουμε και ας γνωρίσουμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθουμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη: η σκιά του Βεεμώθ, κατά τον Ιώβ, στους υγρούς τόπους και στις καλαμιές και η εκτροπή από την οδό της αληθείας και του φωτός της δικαιοσύνης.
Και επειδή είναι μεγάλο αγαθό η μετάνοια και η εξομολόγησης και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξης, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήστε στον Θεό συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζουμε γυμνή την συνείδησή μας, και του δείχνουμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνουμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμαστε με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμασε για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράσει τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλει στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύσει. Ας δείξουμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριο, ο οποίος δεν ντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσουμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.
Ας πούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριο, για να κερδίσουμε την συμπάθειά του. Ας αφήσουμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιο Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσουμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντη χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχουμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
...Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς.
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του.
Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε.
Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) "απεδήμησεν εις χώραν μακράν". Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιουσίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών.
Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας.
Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα;
Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής;
Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.
Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του.
Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ.
Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το "αμάρτησα" και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου.
Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας.
Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε.
Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ "Λαός μου", λέγει, "σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;" Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν.
Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα.
Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν1.
Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευματικόν πυρ.
Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός.
Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει.
Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον "εις άφεσιν αμαρτιών", μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: "Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού". Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον "τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους". Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: "Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος". Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. "Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός".
Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει. "εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα";
Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του.
Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά "περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος". Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν.
Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού.
Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους.
Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, "Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου". Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: "Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου".
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι.
Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου.
Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. "Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν".
Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν.
Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου.
Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέησον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Ανάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χριστός. "Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν".
Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θα δεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. "Ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε".
Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν.
Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν
Τριώδιο είναι η εκκλησιαστική περίοδος που εκτείνεται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου έως την Κυριακή του Πάσχα. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, από το οποίο παίρνει και το όνομά της, είναι ότι κατά την περίοδο αυτή οι Κανόνες που απαρτίζουν τις καθημερινές ακολουθίες αποτελούνται από τρεις ωδές και όχι εννέα, όπως συμβαίνει με όλους τους υπόλοιπους Κανόνες. Είναι πλήρης ακολουθιών, προσφέροντας στους πιστούς πολλές ευκαιρίες λειτουργικής εμπειρίας. Είναι περίοδος κατάνυξης και προετοιμασίας για το Άγιο Πάσχα και την Ανάσταση του Κυρίου. Δεν εκτείνεται πάντα στην ίδια περίοδο του έτους μία και εξαρτάται από το Πάσχα.